ταραχώδης
μέγα βιβλίον ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ → a big book is the same as a big bad | a big book is the same as a big pain | a big book is a big evil | big book, big bad
English (LSJ)
ες,
A given to troubling, disturbing, τὸ θεῖον . . ἐὸν φθονερόν τε καὶ ταραχῶδες Hdt.1.32; τύχαι Isoc.4.48; ἐλπίδες, ἔρωτες, Epicur.Fr.116, Phld.Mus.p.82 K.; ἴχνη τ. uncertain, baffling, X. Cyn.5.4; τ. ἡ κρίσις, ἡ σκέψις, Arist.Pol.1268b11, 1337a40; πράξεις Isoc.12.74; φάρμακον Luc.DMar.2.2. 2 of political agitators, D.H.6.70. II troubled, disordered, κοιλίη τ. Hp.Epid.1.2, Coac. 10; βίος Ph.2.223 (Sup.); confused, μεταβολαί Arist.Mete.361b34; ἀπόρροιαι Thphr.Sens.74; φύσις, κινήσεις, Epicur.Nat.42,46 G. 2 of an army, etc., τ. ναυμαχία Th.1.49; στράτευμα X.Cyr.3.3.26, Oec.8.4. 3 of the mind, disordered, delirious, γνῶμαι τ. Hp.Coac. 302; τ. ἄγρυπνοι Id.Prorrh.1.4 ( = τ. καὶ ἄ., where τ. = slightly disordered mentally, acc. to Gal.16.513). 4 turbid, of a liquid, Alex.Trall.Febr.2. III Adv. -δῶς, τ. ζῆν live in a state of confusion, Isoc.5.52; τ. ἔχειν πρός τινας to be rebelliously disposed, D. Ep.3.10; τ. ὑπειληφέναι περί τινος to have confused notions, Isoc. 12.15: Sup., -έστατα διακεῖσθαι Id.7.43, 8.9.
German (Pape)
[Seite 1070] ες, von unruhiger od. unordentlicher Art, mit Unruhe verbunden, in heftiger Gemüthsbewegung, zornig; Xen. Cyr. 3, 3, 26; τὸ θεῖον ταραχῶδες, Her. 1, 32, Unruhe, Schrecken hervorbringend; τύχη, Isocr. 4, 48; φάρμακον ταραχωδέστατον, Luc. D. Mar. 2, 2; Xen. setzt Cyn. 5, 4 ἴχνη ταραχώδη den εὐθέα gegenüber; verwirrt, ναυμαχία, Thuc. 1, 49; στράτευμα, Xen. Cyr. 3, 3, 26; – κοιλία ταραχώδης, der Durchfall, Medic.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 troublé;
2 qui trouble, qui bouleverse.
Étymologie: τάραχος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / ταραχώδης, -ῶδες, ΝΑ ταραχή
γεμάτος ταραχή, ταραγμένος (α. «έζησε μια ζωή ταραχώδη» β. «ταραχώδης ύπνος» γ. «βίος ταραχωδέστατος», Φίλ.)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με αναταραχή, με θόρυβο, θυελλώδης («ταραχώδης διάλογος»)
αρχ.
1. α) (για πρόσ.) αυτός που του αρέσει να προκαλεί ταραχές, ταραχοποιός («ταραχώδης και στασιαστής άνήρ», Διον. Αλ.)
β) (για πράγμ.) αυτός που ταράζει, που προξενεί φόβο ή ανησυχία («ταραχώδεις ἐλπίδες», Επίκ.)
2. συγκεχυμένος, αβέβαιος
3. (για τον νου) αυτός που βρίσκεται σε σύγχυση
4. (για την κοιλιά) αυτός που υποφέρει από διάρροια
5. (για υγρό) θολός.
επίρρ...
ταραχωδώς / ταραχωδῶς ΝΜΑ
με ταραχώδη τρόπο, σε κατάσταση ταραχής, σύγχυσης
αρχ.
φρ. α) «ταραχωδῶς ἔχειν πρός τινας» — το να είναι κανείς διατεθειμένος εχθρικά προς κάποιον (Πλούτ., Νικόλ. Δαμ.)
β) «ταραχωδῶς ὑπειληφέναι περί τινος» — έχω συγκεχυμένη γνώμη για κάτι (Ισοκρ.).
Greek Monotonic
τᾰρᾰχώδης: -ες (εἶδος)·
I. βίαιος, θυελλώδης, πολυτάραχος, σε Ηρόδ.· ἴχνη ταραχώδη, αβέβαια, συγκεχυμένα, σε Ξεν.
II. 1. διαταραγμένος, βρισκόμενος σε σύγχυση, σε Αριστ.
2. λέγεται για τον στρατό, σε Θουκ., Ξεν.
III. επίρρ., ταραχωδῶς ζῆν, ζεις σε κατάσταση ταραχής και σύγχυσης, σε Ισοκρ.· ταραχωδῶς ἔχειν πρός τινα = διάκειμαι εχθρικά προς κάποιον, σε Δημ.· υπερθ. ταραχωδέστατα, σε Ισοκρ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰρᾰχώδης:
1) вносящий смятение, создающий замешательство (τὸ θεῖον Her.);
2) сбивающий с ног, пьянящий (φάρμακον Luc.);
3) непостоянный, капризный (τύχη Isocr.; μεταβολαί Arst.);
4) запутанный (ἴχνη Xen.);
5) сбивчивый (ἡ κρίσις Arst.);
6) беспорядочный (ναυμαχία Thuc.).
Middle Liddell
τᾰρᾰχ-ώδης, ες εἶδος
I. troublous, turbulent, Hdt.; ἴχνη τ. uncertain, baffling, Xen.
II. troubled, disordered, Arist.
2. of an army, Thuc., Xen.
III. adv., ταραχωδῶς ζῆν to live in a state of confusion, Isocr.; τ. ἔχειν πρός τινα to be rebelliously disposed, Dem.; Sup. -έστατα Isocr.
English (Woodhouse)
boisterous, disordered, disorderly, restless, turbulent, full of confusion