συκομορέα

From LSJ
Revision as of 19:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκομορέα Medium diacritics: συκομορέα Low diacritics: συκομορέα Capitals: ΣΥΚΟΜΟΡΕΑ
Transliteration A: sykomoréa Transliteration B: sykomorea Transliteration C: sykomorea Beta Code: sukomore/a

English (LSJ)

or σῡκομορ-αία, ἡ,= συκόμορος, Ev.Luc.19.4.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκομορέα: ἢ -αία, ἡ, = συκόμορος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 4. ― Ὁ Κόντος ὅμως (Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 573-4) ψέγει τὸν τύπον συκομοραία ὡς πλημμελῆ.

English (Thayer)

(Lachmann συκομωρεα ( st bez συκομωραία, cf. Tdf. s note on Luke as below; WH's Appendix, pp. I52,151)), συκομορεας, ἡ (from σῦκον and μορεα the mulberry tree), equivalent to συκάμινος (but see the word, and references), a sycomore-tree: Geoponica 10,3,7.)

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. συκομουριά.

Greek Monotonic

σῡκομορέα: ή -αία, ἡ, = συκόμορος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σῡκομορέα: v. l. σῡκομωρέα ἡ NT = συκάμινος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συκομορέα -ας, ἡ [σῦκον, μόρον] sycomoor, wilde vijgenboom.

Middle Liddell

σῡκομορέα, ορ -αία, ἡ, = συκόμορος, NTest.]

Chinese

原文音譯:sukomwra⋯a 需可-摩來阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:無花果-桑樹
字義溯源:桑樹-無花果樹,無花果桑樹,無花果樹,桑樹;由(σῦκον)*=無花果)與(μονόω)X*=桑樹)組成,比較(συκάμινος)=桑樹-無花果樹)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 桑樹(1) 路19:4