οὔλιος

From LSJ
Revision as of 11:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὔλιος Medium diacritics: οὔλιος Low diacritics: ούλιος Capitals: ΟΥΛΙΟΣ
Transliteration A: oúlios Transliteration B: oulios Transliteration C: oylios Beta Code: ou)/lios

English (LSJ)

α, ον, (οὖλος C)

   A = ὀλοός, baleful, deadly, οὔ. ἀστήρ, of the dog-star, Il.11.62; epith. of Ares, Hes.Sc.192,441, Pi.O.9.76; αἰχμαί, θρῆνος, ib.13.23, P.12.8: once in Trag., οὔ. πάθος S.Aj.932 (lyr.).    II as epith. of Apollo and Artemis, Pherecyd.149 J., cf. Ἀπόλλων Ὄλιος IG12(1).834.3 and 845.10 (Lindos), SIG765.17 (ibid., i B. C.); Ἀπόλλων Οὔλιος also at Miletus and Delos acc. to Str.14.1.6, who derives theepith. from οὔλειν, Apollo and Artemis being healers: more prob. it is only a special application of sense 1.    III = οὖλος (B), woolly, χλαμύς only in B.17.53.

German (Pape)

[Seite 412] (ὀλέω, ὄλλυμι, vgl. Buttm. Lexil. I p. 188), wie ὀλοός, verderblich, schädlich; ἀστήρ, der Hundsstern, dessen Leuchten mit der Sonne zugleich versengende Glühhitze erzeugt, ll. 11, 62; Ares, Hes. Sc. 192. 441, wie Pind. Ol. 9, 82; θρῆνος, P. 12, 8; αἰχμαί, Ol. 13, 22; οὐλίῳ σὺν πάθει, Soph. Ai. 913; einzeln bei sp. D. – Pherecydes nannte so auch Apollo und Artemis, entweder auch die verderblichen, da beide Gottheiten den schnellen Tod bringen, oder von οὔλω, οὖλος, die Heilenden, denn Apollo besonders ist auch der heilende Gott; schon die Alten waren über den eigentlichen Sinn uneins, Strab. XIV p. 282; vgl. Buttm. Lexil. I, 190 u. Koen zu Greg. Cor. 234. – Einige wollen auch in der ersten Bdtg denselben Stamm οὔλω wiedererkennen u. übersetzen »heil«, »stark«, »gewaltig«, schwerlich richtig.

Greek (Liddell-Scott)

οὔλιος: -α, -ον, (οὖλος Γ, ὀλεῖν), ὡς τὸ ὀλοός, οὐλόμενος, ὀλέθριος, θανατηφόρος, οὔλιος ἀστήρ, ὁ ἀστήρ Κύων, Ἰλ. Λ. 62· ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 192, 441, Πινδ. Ο. 9. 116· ἐπὶ δοράτων καὶ ἐπὶ θρήνων, αὐτόθι 13. 33, Π. 12. 14· ἅπαξ παρὰ Τραγ., οὔλ. πάθος Σοφ. Αἴ. 932· πρβλ. Buttm. Lexil. ἐν λ. οὖλος 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Φερεκύδ. Ἱστ. 106, τινὲς διατηροῦσιν ἐνταῦθα τὴν ἀρχικὴν σημασίαν τοῦ ὀλέθριος, ἐπειδὴ ἀμφότεροι εἶχον σχέσιν πρὸς τὸν θάνατον· τὸ ὄνομα Ἀπόλλων παράγεται ἐκ τοῦ ἀπόλλυμι, ἡ δὲ Ἄρτεμις ἦτο ὀνομαστὴ διὰ τὰ ἀγανὰ βέλεα αὑτῆς· ἀλλ’ ὁ Στράβ. 635 ἑρμηνεύει τὴν λέξ. ὑγιαστικὸς καὶ παιωνικός, ἴδε οὔλω.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
funeste, malfaisant.
Étymologie: ὀλοός.

English (Autenrieth)

(οὖλο Od. 18.3): baleful, deadly, Il. 11.62†.

English (Slater)

οὔλῐος
   1 deadly οὐλίῳ ἐν Ἄρει (O. 9.76) νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν (O. 13.23) θρασειᾶν Γοργόνων οὔλιον θρῆνον διαπλέξαισ' Ἀθάνα (P. 12.8)

Greek Monolingual

(I)
οὔλιος, -ία, -ον (Α)
1. ολέθριος, θανατηφόροςοὔλιος ἀστήρ», Ομ. Ιλ.)
2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριον όν.) Ούλιος και Όλιος, Οὐλία και Ὀλία
προσωνυμία του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος». Το επίθ. αποδόθηκε στον Απόλλωνα και στην Αρτέμιδα επειδή οι θεότητες αυτές μπορούσαν να σκορπίσουν τον θάνατο. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, το επίθ. παράγεται από το ὅλος (πρβλ. Όλιος, Ολία)].
(II)
οὔλιος, -ία, -ον (Α) [[[ούλος]] (II)]
μάλλινος.

Greek Monotonic

οὔλιος: -α, -ον (οὖλος Γ) = ὀλοός, ολέθριος, καταστροφικός, θανατηφόρος, οὔλιος ἀστήρ, λέγεται για τον αστέρα του Κυνός, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον Άρη, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

οὔλιος: губительный (ἀστήρ, sc. Σείριος Hom.; Ἄρης Hes.; αἰχμαί Pind.; πάθος Soph.).

Frisk Etymological English

Meaning: baneful
See also: s. 3. οὖλος.

Middle Liddell

οὔλιος, η, ον [οὖλος3]
= ὀλοός, baleful, baneful, οὔλιος ἀστήρ of the dog-star, Il.; of Ares, Hes.

Frisk Etymology German

οὔλιος: {oúlios}
Meaning: verderblich
See also: s. 3. οὖλος.
Page 2,444