θεωρώ

From LSJ
Revision as of 19:01, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ θεωρῶ, -έω)
1. κοιτάζω, θωρώ, παρακολουθώ προσεκτικά με το βλέμμα
2. εξετάζω, ερευνώ
νεοελλ.
1. νομίζω, φρονώ, κρίνω (α. «τον θεωρώ αδελφό μου» β. «τον θεωρώ υπεύθυνο για...»)
2. (για υπάλληλο) ελέγχω τη γνησιότητα εγγράφων
3. προσκομίζω στις αρμόδιες αρχές για θεώρησηθεωρώ το διαβατήριο μου»)
4. (σχετικά με κείμενα) επιμελούμαι και εγκρίνω
μσν.-αρχ.
1. συλλαμβάνω, κατανοώ «μυστικώς», με την περισυλλογή και την ενόραση («τῴ ἁγίῳ πνεύματι τὸ ἅγιον πνεῡμα θεωρεῑν», Κλήμ. Αλ.)
2. προσέχω
αρχ.
1. (για ηγέτη) επιθεωρώ
2. φιλοσοφώ
3. είμαι θεατής στο θέατρο ή σε αγώνες
4. φιλοσοφώ
5. είμαι θεωρός σε πανηγύρι ή σε αγώνες
6. αποστέλλω θεωρούς
7. πηγαίνω να ρωτήσω στο μαντείο
8. παθ. θεωροῦμαι, -έομαι
συγκρίνομαι, παραβάλλομαι
9. σκέπτομαι, στοχάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός. Η σημασιολογική του εξέλιξη παράλλ. με την εξέλιξη της λ. θεωρία].