πιναρός

From LSJ
Revision as of 17:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐνᾰρός Medium diacritics: πιναρός Low diacritics: πιναρός Capitals: ΠΙΝΑΡΟΣ
Transliteration A: pinarós Transliteration B: pinaros Transliteration C: pinaros Beta Code: pinaro/s

English (LSJ)

ά, όν, (πίνος)    A dirty, squalid, Cratin.372, E.El.184 (lyr.); πιναρὸν… ἀλουτίᾳ κάρα Eup.251; of unwashed wool, Aret.CA1.1; cf. πινηρός.

German (Pape)

[Seite 616] ion. πινηρός, schmutzig; κόμη, Eur. El. 184; sp. D., πιναρὰν ὄψιν τεκταίνεσθαι, Alc. 11 (Plan. 196); auch in späterer Prosa, wie Luc. Tim. 1 Somn. 8.

Greek (Liddell-Scott)

πῐνᾰρός: -ά, -όν, (πίνος) ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, «λερός», Εὐρ. Ἠλ. 183, Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 115· πιναρόν... ἀλουτίᾳ κάρα Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 7, κτλ.· πρβλ. πινηρός. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πιναρός· ῥυπαρός, εὐτελής, ἐλάχιστος».

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
sale, crasseux ; τὸ πιναρόν saleté.
Étymologie: πίνος.

Greek Monolingual

και πινηρός, -ά, -όν, Α
γεμάτος λίγδα, ρυπαρός, ακάθαρτος (α. «πιναρὰν κόμαν», Ευρ.
β. «πιναρὸν κάρα», Ευπ.)
γ. «ἐσθῆτι πιναρᾷ», Κλήμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. –αρός (πρβλ. λιπ-αρός)].

Greek Monotonic

πῐνᾰρός: -ά, -όν (πίνος), βρώμικος, ακάθαρτος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πῐνᾰρός: покрытый грязью, грязный (κόμη Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιναρός -ά -όν [πίνος] vuil, smerig; subst. τὸ πιναρόν smerigheid.

Middle Liddell

πῐνᾰρός, ή, όν πίνος
dirty, squalid, Eur.