ψευδαπόστολος

From LSJ
Revision as of 10:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδαπόστολος Medium diacritics: ψευδαπόστολος Low diacritics: ψευδαπόστολος Capitals: ΨΕΥΔΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: pseudapóstolos Transliteration B: pseudapostolos Transliteration C: psevdapostolos Beta Code: yeudapo/stolos

English (LSJ)

ὁ,    A false ambassador or apostle, 2 Ep.Cor.11.13.

German (Pape)

[Seite 1393] ὁ, falscher Gesandter, Apostel, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδᾰπόστολος: ὁ, ψευδὴς ἀπόστολος ἢ πρεσβευτὴς, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ια΄, 13, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
faux apôtre.
Étymologie: ψευδής, ἀπόστολος.

English (Strong)

from ψευδής and ἀπόστολος; a spurious apostle, i.e. pretended pracher: false teacher.

English (Thayer)

ψευδαποστολου, ὁ (ψευδής and ἀπόστολος), a false apostle, one who falsely claims to be an ambassador of Christ: 2 Corinthians 11:13.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
(κυρίως εκκλ.) άτομο που παρουσιάζεται ως απόστολος χωρίς να είναι
νεοελλ.
απόστολος του ψεύδους, άτομο που διαδίδει ή διδάσκει ψέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἀπόστολος.

Greek Monotonic

ψευδᾰπόστολος: ὁ, ψεύτικος απόστολος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ψευδαπόστολος: ὁ лжеапостол NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδαπόστολος -ου, ὁ [ψευδής, ἀπόστολος] valse apostel. NT.

Middle Liddell

ψευδ-ᾰπόστολος, ὁ,
a false apostle, NTest.

Chinese

原文音譯:yeudapÒstoloj 普修得-阿坡-士拖羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:假-從-安放
字義溯源:假使徒;由(ψευδής)=假的)與(ἀπόστολος)=使徒,使者)組成,其中 (ψευδής)出自(ψεύδομαι)=撒謊),而 (ἀπόστολος)出自(ἀποστέλλω / ἐμπέμπω)=打發), (ἀποστέλλω / ἐμπέμπω)又由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(στέλλω)*=阻止,指使)組成
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 假使徒(1) 林後11:13