ὄντα

From LSJ
Revision as of 07:52, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄντα Medium diacritics: ὄντα Low diacritics: όντα Capitals: ΟΝΤΑ
Transliteration A: ónta Transliteration B: onta Transliteration C: onta Beta Code: o)/nta

English (LSJ)

τά, neut. pl. part. of εἰμί    A (sum), the things which actually exist, the present, opp. the past and future, E.Hel.14 ; butalso,    2 reality, truth, opp. that which is not, Pl.Sph.263d ; actual objects, σκιὰς τῶν ὄντων Id.R.532c, etc. ; v. εἰμί.    II that which one has, property, fortune (cf. οὐσία), D.18.102.

German (Pape)

[Seite 350] τά, part. praes. von εἰμί, w. m. s., das, was ist, sowohl das Gegenwärtige im Ggstz des Vergangenen u. Zukünftigen, als auch das, was wirklich ist, im Ggstz des Gedachten, das Wirkliche; auch das Vermögen, Hab und Gut, z. B. Dem. 18, 102.

Greek (Liddell-Scott)

ὄντα: τά, πληθ. οὐδ. μετοχ. τοῦ εἰμὶ (sum) πράγματα ὑπάρχοντα, παρόντα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παρελθόντα καὶ τὰ μέλλοντα· ἀλλὰ καὶ, 2) τὰ ὄντως ὑπάρχοντα, ἡ ἀλήθεια κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ μὴ ὄντα, σκιὰς τῶν ὄντων Πλάτ. Πολ. 532C, κτλ. ἴδε ἐν λέξ. εἰμί. ΙΙ. ὅ,τι ἔχει τις, περιουσία, ὡς τὸ ἡ οὐσία, Δη. 260. 12.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
v. εἰμί.

Greek Monotonic

ὄντα: τά, πληθ. μτχ. ουδ. του εἰμί (sum
I. τα πράγματα που υπάρχουν τώρα, τα παρόντα, σε αντίθ. προς τα παρελθόντα και τα μέλλοντα· αλλά επίσης, πραγματικότητα, αλήθεια, ύπαρξη, σε αντίθ. προς ό,τι δεν είναι υπαρκτό, σε Πλάτ.
II. όσα έχει στην κατοχή του κάποιος, περιουσία, όπως το οὐσία, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὄντα: τά [pl. к ὄν III] подлинно сущее, истинное бытие Plat.

Middle Liddell

ὄντα, ων, τά, [pl. part. neut. of εἰμι (sum)]
I. existing things, the present, opp. to the past and future; but also, reality, truth, opp. to that which is not, Plat.
II. that which one has, property, like οὐσία, Dem.