δωσίδικος

From LSJ
Revision as of 01:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωσῐδῐκος Medium diacritics: δωσίδικος Low diacritics: δωσίδικος Capitals: ΔΩΣΙΔΙΚΟΣ
Transliteration A: dōsídikos Transliteration B: dōsidikos Transliteration C: dosidikos Beta Code: dwsi/dikos

English (LSJ)

ον, A referring disputes to a court, Hdt.6.42. 2 subject to jurisdiction, δ. παρασχεῖν τοὺς ἠδικηκότας Plb.4.4.3, cf. UPZ121.14.

German (Pape)

[Seite 696] sich der Gerechtigkeit übergebend, dem Rechte sich unterwerfend, im Ggstz der Selbsthülfe, Her. 6, 42, wo der Ggstz μὴ ἀλλήλους φέρειν καὶ ἄγειν; Pol. 4, 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

δωσίδῐκος: -ον, ὁ παραδίδων ἑαυτὸν εἰς τὴν δίκην, εἰς τὸν νόμον, εἰς τὸ δικαστήριον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν αὐτοδικοῦντα, ἵνα δωσίδικοι εἶεν καὶ μὴ ἀλλήλους φέροιέν τε καὶ ἄγοιεν Ἡρόδ. 6. 42,, Πολύβ. 4. 4, 3·― οὐχὶ δοσίδικος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’en remet à la justice.
Étymologie: δίδωμι, δίκη.

Spanish (DGE)

-ον
sometido a las leyes, sujeto a jurisdicción, justiciable ἵνα δωσίδικοι εἶεν καὶ μὴ ἀλλήλους φέροιέν τε καὶ ἄγοιεν Hdt.6.42, cf. UPZ 121.14 (II a.C.), en uso pred. δωσιδίκους παρασχεῖν τοὺς ἠδικηκότας entregar a los culpables para que sean juzgados Plb.4.4.3.

Greek Monolingual

και δοσίδικος, -η, -ο (Α δωσίδικος)
νεοελλ.
αυτός που υπάγεται στη δικαιοσύνη, ο υπόλογος
αρχ.
αυτός που καταφεύγει στη δικαιοσύνη και αποφεύγει την αυτοδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δωσι- < μελλ. δώσω του δίδωμι + -δικος < δίκη.

Greek Monotonic

δωσίδῐκος: -ον (δίκη), παραδίδομαι στη δικαιοσύνη, αφήνομαι στην εξουσία του νόμου, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

δωσίδῐκος: предоставляющий споры на разрешение суда, т. е. воздерживающийся от самоуправства Her., Polyb.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωσίδικος -ον [δίδωμι, δίκη] zich onderwerpend aan rechtspraak:. συνθήκας... τοὺς Ἴωνας σφίσι αὐτοῖσι ἤναγκασε ποιέεσθαι, ἵνα δωσίδικοι εἶεν hij dwong de Ioniërs onderling af te spreken dat zij geschillen aan een rechtbank zouden voorleggen Hdt. 6.42.

Middle Liddell

δωσί-δῐκος, ον δίκη
giving oneself up to justice, abiding by the law, Hdt.