θεωρητήριον
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
τό, A seat in a theatre, Plu.CG12 (pl.), CIG2782.20 (Aphrodisias).
German (Pape)
[Seite 1205] τό, ein Ort, Platz, von dem aus man einem Schauspiele zusieht, Plut. C. Gracch. 12 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θεωρητήριον: τό, ἑδώλιον ἐν τῷ θεάτρῳ, Πλούτ. Γ. Γράκχ. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 2782. 20.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
place au théâtre.
Étymologie: θεωρέω.
Greek Monolingual
θεωρητήριον, τὸ (Α) θεωρώ
κάθισμα, εδώλιο στο θέατρο.
Greek Monotonic
θεωρητήριον: τό (θεωρέω), εδώλιο στο θέατρο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
θεωρητήριον: τό место, с которого смотрели театральные представления, трибуна для зрителей (θεωρητήρια κύκλῳ κατασκευάσαι Plut.).
Middle Liddell
θεωρητήριον, ου, τό, θεωρέω
a seat in a theatre, Plut.