κάθεσις

From LSJ
Revision as of 10:06, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθεσις Medium diacritics: κάθεσις Low diacritics: κάθεσις Capitals: ΚΑΘΕΣΙΣ
Transliteration A: káthesis Transliteration B: kathesis Transliteration C: kathesis Beta Code: ka/qesis

English (LSJ)

εως, ἡ, (καθίημι) A letting down, τῆς κόμης D.L.1.109; of a diving-bell, Arist.Pr.960b33. 2 production of a play, Sch.Ar. V.1317, prob. in Sch.Ra.1060, Sch.Lys.1096. 3 insertion, τοῦ αὐλίσκου Ruf.Ren.Ves.7; of a finger, Antyll. ap. Orib.44.23.1; of a lancet, Orib.7.5.12. II (from Pass.) descent, Arist.Mete.356a11; κ. νέφους εἰς τοὺς κάτω τόπους Epicur.Ep.2p.47U.

German (Pape)

[Seite 1283] ἡ, das Herablassen (καθίημι), Arist. meteorl. 2, 2 u. Sp. – Nach Hesych. auch οἴκησις, das sich Niederlassen (von καθέζομαι); δράματος, Aufführung, Schol. Ar. Ran. 1060 u. Lys. 1096.

Greek (Liddell-Scott)

κάθεσις: -εως, ἡ, (καθίημι) τὸ ἀφιέναι πρὸς τὰ κάτω, καταβίβασις, τῆς κόμης Διογ. Λ. 1. 109. 2) ἡ παρουσίασις δραμάτων ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1060. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) κατάβασις, κάθοδος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 22, Προβλ. 32. 5, 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κάθεσιν· καταγωγήν, οἴκησιν».

Greek Monolingual

κάθεσις, ἡ (Α) καθίημι
1. φορά προς τα κάτω, κάθοδος, κατάβασηκατάβασις νέφους εἰς τοὺς κάτω τόπους», Επίκ.)
2. άφεση προς τα κάτω, κατέβασμα, πτώσηκάθεσις τῆς κόμης», Διογ. Λαέρ.)
3. παρουσίαση δράματος στη σκηνή, διδασκαλία δράματος
4. αλλοίωση, εκφυλισμός.

Russian (Dvoretsky)

κάθεσις: εως ἡ
1) опускание, спуск (μέχρι τοῦ μέσου Arst.);
2) отпускание, отращивание (τῆς κόμης Diog. L.).