καταχώννυμι
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
( καταχωννύω Gp.2.42.5, Hippiatr.34), fut. -A χώσω Pl.Tht. 177c:—cover with a heap, overwhelm, bury, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας buried them in sand, Hdt.4.173; κ. τινὰ λίθοις Ar.Ach.295 (tm.); σφέας… κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Hdt.7.225; ἐν λίθοις σφενδόνης LXX Za.9.15; ἐν κοπρίᾳ Hippiatr.l.c.:—Pass., Lib.Or.61.15. 2 silt up, dam up, τὸ στόμιον τοῦ λιμένος D.S.24.1. 3 metaph., ἐπιρρέοντα καταχώσει… τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον with fresh streams they will choke up the channel of our original argument, Pl.l.c.; κ. τινὰ λόγοις Id.Grg. 512c; τὴν ἐρώτησιν Plu.2.512e:—Pass., to be buried in obscurity, τὰ πρῶτα ὀνόματα -κέχωσται ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά Pl.Cra. 414c; ἐνθυμήσεις μυστικῶς -κεχωσμέναι Vett.Val.301.9. 4 overwhelm, ruin, Lib.Or.63.19.
Greek (Liddell-Scott)
καταχώννῡμι: (-ύω Γεωπ. 2. 42, 5): -χώσω·- χώνω βαθέως, σκεπάζω μὲ σωρὸν χώματος, κατακαλύπτω, κατορύττω, θάπτω, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας, τοὺς ἐσκέπασε μὲ ἄμμον, Ἡρόδ. 1. 173· κ. τινὰ λίθοις Ἀριστοφ. Ἀχ. 295· οὕτω, σφέας… κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Ἡρόδ. 7. 225· χρυσίον πολλῇ γῇ συμπεφυρμένον καὶ κατακεχωσμένον Πλουτ. Ἠθικ. 497Ε. 2) φράττω, «στουπώνω», τὸ στόμιον τοῦ λιμένος Διοδ. Ἐκλογ. 506. 60. 3) μεταφορ., κατακλύζω, «κατ. ὕμνοις καὶ ἐπαίνοις καὶ λόγοις, οἷον καταπληρῶσαι» Βεκκήρ. Ἀνέκδ. 45. 21· πλείω ἀεὶ ἐπιρρέοντα καταχώσει… τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον, θὰ κατασκεπάσωσι, θὰ καταπνίξωσι, τὸ ἐξ ἀρχῆς ζήτημά μας, Πλάτ. Θεαίτ. 177C· κ. τινὰ λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 512C· ὡσαύτως, θάπτω ἐν ἀφανείᾳ, ἐν ἀσημότητι, ἐπισκιάζω, ἐπισκοτῶ, τὰ πρῶτα ὀνόματα ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 414C· τὸν λόγον, τὴν ἐρώτησιν Πλούτ. 2. 512Ε.
French (Bailly abrégé)
1 ensevelir sous un amas (de sable) acc.;
2 fig. ensevelir ou cacher sous un amas (de paroles, etc.) : ἐρώτησιν PLUT une question.
Étymologie: κατά, χώννυμι.
Spanish
Greek Monolingual
καταχώννυμι (AM)
βλ. καταχώνω.
Greek Monotonic
καταχώννῡμι: μέλ. -χώσω, καλύπτω με σωρό, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας, ο νότιος άνεμος τους έθαψε στην άμμο, σε Ηρόδ.· κ. τινα λίθοις, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
καταχώννῡμι:
1) засыпать, заваливать (τινά Her.); забрасывать (τινὰ λίθοις Arph.; πολλῇ γῇ τι Plut.; τινὰ τοῖς λόγοις Plat.): σφέας κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Her. варвары засыпали их стрелами; τὰ πρῶτα ὀνόματα τεθέντα κατακέχωσται ἤδη ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά Plat. первоначально установленные наименования затемнены теми, кто хотел сделать их выспренними;
2) хоронить (γραῦν τινα ζῶσαν Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-χώννυμι en κατα-χωννύω bedelven, begraven: κατά σε χώσομεν τοῖς λίθοις we zullen je met een hoop stenen bedelven Aristoph. Ach. 295 (tmesis); overdr.: κ. τινὰ λόγοις iem. overstelpen met argumenten Plat. Grg. 512c.
Middle Liddell
fut. -χώσω
to cover with a heap, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας the South wind buried them in sand, Hdt.; κ. τινὰ λίθοις Ar.