πρυμνήτης

From LSJ
Revision as of 13:16, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρυμνήτης Medium diacritics: πρυμνήτης Low diacritics: πρυμνήτης Capitals: ΠΡΥΜΝΗΤΗΣ
Transliteration A: prymnḗtēs Transliteration B: prymnētēs Transliteration C: prymnitis Beta Code: prumnh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, steersman ; metaph, χώρας τῆσδε π. ἄναξ 'the pilot' of the State, A. Eu. 16 ; ἄνδρα… π. χθονός ib. 765. as masc. Adj., = πρυμνήσιος (of or from a ship's stern, pertaining to the stern), π. κάλως E. Med. 770. of a fair wind, v.l. for ἀργέστης, ARh. 4.1628.

Greek (Liddell-Scott)

πρυμνήτης: -ου, ὁ, (πρύμνα) ὁ κυβερνήτηςπηδαλιοῦχος, οὗ ἡ θέσις εἶναι ἐπὶ τῆς πρύμνης· - μεταφ., χώρας τῆσδε πρ. ἄναξ, ὁ πηδαλιοῦχος τῆς χώρας, κυβερνήτης, Αἰσχύλ. Εὐμ. 16· ἄνδρα... πρ. χθονὸς αὐτόθι 765· πρβλ. πρῳράτης. ΙΙ. ὡς ἀρσ. ἐπίθ. = πρυμνήσιος, πρ. κάλως Εὐρ. Μήδ. 770· - ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, ἀντὶ τοῦ ἀργέστης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1628.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de la poupe : πρυμνήτης κάλως EUR câble de la poupe, amarre ; fig. πρυμνήτης ἄναξ ESCHL ou ἀνήρ ESCHL le pilote (de l’État).
Étymologie: πρύμνα.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. ναυτ. ναύτης του πολεμικού ναυτικού που έχει υπηρεσία στην πλευρά της πρύμνης
2. ως επίθ. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το μέρος της πρύμνης, ο ούριος
αρχ.
1. κυβερνήτης ή πηδαλιούχος, του οποίου η θέση ήταν στην πρύμνη, ο οιακιστής
2. μτφ. ο ηγεμόνας χώρας
3. (για ούριο άνεμο) ο αργέστης
4. ως επίθ. πρυμνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + επίθημα -ητης (πρβλ. ἀλ-ήτης: ἄλη, ἀγορ-ητής: ἀγορᾱ, μαχ-ητής: μάχη, τ. που πρέπει να έχουν προέλθει μάλλον από ουσ. σε -η παρά από τα αντίστοιχα ρ. σε - / -άω)].

Greek Monotonic

πρυμνήτης: -ου, ὁ (πρύμνα),
I. πηδαλιούχος, κυβερνήτης· μεταφ., χώρας πρυμνήτης ἄναξ, ο κυβερνήτης της πολιτείας, σε Αισχύλ.
II. ως αρσ. επίθ. = πρυμνήσιος, πρ. κάλως, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πρυμνήτης: ου adj. m кормовой (κάλως Eur.): π. ἄναξ или ἀνήρ Aesch. кормчий.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρυμνήτης -ου [πρύμνη] stuurman (die op achtersteven staat); overdr..; χώρας τῆσδε πρυμνήτης ἄναξ de heerser die dit land bestuurt Aeschl. Eum. 16; adj. van de achtersteven, achtersteven-:. ἐκ τοῦδ ’ ἀναψόμεσθα πρυμνήτην κάλων hij is de kade waaraan ik de kabel van mijn achtersteven zal bevestigen Eur. Med. 770.

Middle Liddell

πρυμνήτης, ου, ὁ, πρύμνα
I. the steersman:—metaph., χώρας πρ. ἄναξ " the pilot" of the State, Aesch.
II. as masc. adj. = πρυμνήσιος, πρ. κάλως Eur.

English (Woodhouse)

of the stem

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)