Λέρνα

From LSJ
Revision as of 13:20, 13 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "prov." to "prov.")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λέρνα Medium diacritics: Λέρνα Low diacritics: Λέρνα Capitals: ΛΕΡΝΑ
Transliteration A: Lérna Transliteration B: Lerna Transliteration C: Lerna Beta Code: *le/rna

English (LSJ)

ἡ, Lerna, a marsh in Argolis, the mythol. abode of the Hydra (Λερναῖα Ὕδρα‎‎), Plu.Cleom.15, Paus.2.4.5; also Λέρνη, Cratin.347, Str.8.6.8, etc.: gen. A Λέρνης A.Pr.652, etc.: prov., Λέρνη κακῶν = an abyss of ills, Hsch.; so Λέρνη θεατῶν, of the theatre, Cratin.l.c.:—Adj. Λερναῖος, Λερναῖα, Λερναῖον, Hes.Th.314, etc.; also ος, ον E.Ion191 (lyr.):—Λερναία χολή, of malignant anger, Trag.Adesp.229.

Greek (Liddell-Scott)

Λέρνα: ἡ, ἕλος ἐν Ἀργολίδι, ἡ μυθολογικὴ κατοικία τῆς Ὕδρας, Εὐρ., κλ.· Λέρνη Στράβ. 371, κτλ.· ― παροιμ., Λέρνα κακῶν, ἄβυσσος δυστυχημάτων, ὡς τὸ Ἰλιὰς κακῶν, Ἡσύχ.· οὕτως ὁ Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 73 ἐκάλει τὸ θέατρον Λέρνη θεατῶν· ― ἐπίθετ. Λερναῖος, α, ον, Ἡσ. Θεογ. 313, κτλ.· ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Ἴων 191 (λυρ.).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 Lerne, fontaine de Corinthe;
2 dor. c. Λέρνη.

Greek Monolingual

και Λέρνη, η (AM Λέρνα και Λέρνη)
ονομασία αρχαίας πόλης και ελώδους λίμνης στην Αργολίδα, κοντά στο σημερινό χωριό Μύλοι
αρχ.
1. φρ. «Λέρνη θεατῶν»
(για θέατρο) πλήθος θεατών
2. παροιμ. «Λέρνα κακιῶν» — άβυσσος δυστυχημάτων.

Greek Monotonic

Λέρνα: ἡ, έλος στην Αργολίδα, μυθολογική κατοικία της Λερναίας Ύδρας, σε Ευρ.· επίθ., Λερναῖος, , -ον ή -ος, -ον, σε Ησίοδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Λέρνα:
1) Лерна (источник в Коринфе) Plut.;
2) дор. = Λέρνη.

Middle Liddell

Λέρνα, ἡ,
Lerna, in Argolis, the abode of the Hydra, Eur.:—adj. Λερναῖος, η, ον or ος, ον, Hes., Eur.