συνεπισχύω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
A join in supporting, assist, X.Mem.2.4.6; τισι LXX 2 Ch.32.3, Plb.6.6.10, etc.; κατά τινων Id.6.8.1; ταῖς πλεονεξίαις αὐτῶν Id.28.5.5; σ. μοι ἀπαιτοῦντι BGU1189.14 (i B.C./i A.D.); αὐτοῖς ἀντεχομένοις ib.1795.9 (i B.C.), cf. PSI10.1160.9 (i B.C.); τοὺς ἄρχοντας συνεπισχύειν τοῖς ἀγορανόμοις, ὅπως . . SIG799.19 (Cyzicus, i A.D.), cf. IG22.1013.6. 2 Astrol., combine energy, of planetary influence, Vett.Val.107.14. 3 Medic., of symptoms, σ. πρὸς <τὸν> τοῦ κάμνοντος κίνδυνον contribute to... Gal.17(1).628.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπισχύω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπισχύω, ὑποστηρίζω, βοηθῶ, συμβοηθῶ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6· τινὶ Πολύβ. 6. 6, 10, κτλ.· κατά τινος αὐτόθι 6. 8, 1· σ. ταῖς πλεονεξίαις τινὸς ὁ αὐτ. 28. 5, 5· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἑνώνω τὰς δυνάμεις μου μετά τινος ἄλλου ἐπὶ κακῷ, συνωμοτῶ, τινὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 6.
French (Bailly abrégé)
joindre ses forces à celles de, aider de toutes ses forces, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπισχύω.
Spanish
Greek Monolingual
Α
1. ενισχύω κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο
2. ιατρ. συντελώ («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῦ κάμνοντος κίνδυνον», Γαλ.)
3. αστρολ. (για πλανήτες) συνδυάζω ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπισχύω «ενισχύω, δυναμώνω»].
Greek Monotonic
συνεπισχύω: μέλ. -ύσω [ῡ], ενισχύω, ενδυναμώνω, υποστηρίζω κάποιον από κοινού, συνεπικουρώ κάποιον, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επ-ισχύω mede zijn kracht ervoor inzetten.
Russian (Dvoretsky)
συνεπισχύω: подкреплять своими силами, оказывать содействие, приходить на помощь Xen.: σ. τινί Polyb. оказывать поддержку кому(чему)-л.
Middle Liddell
fut. ύσω
to join in supporting, Xen.