κλειδώνω

From LSJ
Revision as of 16:30, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source

Greek Monolingual

(AM κλειδῶ, -όω, Μ και κλειδώνω) κλεις
κλείνω κάτι κάπου, ασφαλίζω κάτι με κλειδί («κλείδωσα καλά τις πόρτες του σπιτιού»)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) κλείνομαι με κλειδί («δεν κλειδώνει η πόρτα»)
2. μτφ. κρατώ κάτι μυστικό
3. ναυτ. συνδέω με κλειδί τα τμήματα της αλυσίδας της άγκυρας
4. μέσ. κλειδώνομαι
παραμένω απομονωμένος στο σπίτι μου χωρίς να επικοινωνώ με άλλους ανθρώπους («κλειδώνεται κάθε απόγευμα και δεν τον βλέπει κανένας»)
νεοελλ.-μσν.
1. κρατώ κάτι κλεισμένο και καλά ασφαλισμένο, φυλάγω, ασφαλίζω («κλείδωσα τα έγγραφα στο συρτάρι»)
2. περιορίζω κάποιον αυστηρά σε κλειστό χώρο («κλειδώνει τα παιδιά του μέσα στο σπίτι»)
μσν.
1. σφίγγω κάποιον ή κάτι
2. προστατεύω
3. μέσ. κλειδώνομαι και κλειδοῦμαι, -όομαι
γίνομαι απρόσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κλειδόω / - < κλείς, κλειδ-ός. Το κλειδῶ μεταπλάστηκε στη συνέχεια σε -ώνω (πρβλ. θυμόω / - > θυμώνω)].