επιτυχαίνω

From LSJ
Revision as of 20:20, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω)
1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ.
β. «τον πυροβόλησε και τον πέτυχε στην καρδιά»)
2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τον πέτυχα στον δρόμο» β. «ἵνα μὴ ‘κεῑνος ὑμῑν ἐπιτύχῃ», Αριστοφ.)
3. φθάνω στον σκοπό μου, πραγματοποιώ, κατορθώνω (α. «δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία» β. «ἐπιτυγχάνοντες ὧν πράττουσιν», Ξεν.)
4. ευνοούμαι από την τύχη, ευδοκιμώ, προκόπτω (α. «πέτυχε στις εξετάσεις» β. «εἰ μὲν ἐπέτυχε τῇ βολῇ τοῦ τόξου», Αχμ. Ονειροκρ.)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) γίνομαι, εκτελούμαι καλά («δεν πέτυχαν οι φωτογραφίες»)
2. (μτβ.) εκτελώ καλά («ο ράφτης δεν πέτυχε το κοστούμι»)
3. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) επιτυχημένος, -η, -ο
αυτός που γίνεται με επιτυχία («επιτυχημένο αστείο»)
μσν.
1. (για τη γη) παράγω
2. αποκτώ
αρχ.
1. (για ενέργεια) έχω καλό αποτέλεσμα («μὴ ζήτησιν τῶν πρασσομένων, ἀλλὰ μίμησιν τῶν ἐπιτετευγμένων», Διόδ.)
2. (με δοτ. προσ.) συζητώ με κάποιον («ἰόντι τε τινί ποθεν ἄλλοθεν εἴτε καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς πόλεως ἑτοίμως ἐπιτυχεῑν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τυγχάνω «βρίσκω τον στόχο». Ο αόρ. β’ επ-έτυχον δημιούργησε αφ’ ενός μεν το μσν. επι-τυχαίνω (πρβλ. λαγχάνω -έλαχον > λαχαίνω, μανθάνω-έμαθον > μαθαίνω), αφ’ ετέρου δε, με διατήρηση της εσωτερικής αυξήσεως και σίγηση του αρχικού άτονου ε- που θεωρήθηκε πιθ. ως η αύξηση, το νεοελλ. πετυχαίνω (< πέτυχα < ε-πέτυχα < επ-έτυχον)].