αὐτογέννητος
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
ον, A = αὐτογενής : αὐ. κοιμήματα μητρός a mother's intercourse with her own child, S. Ant.864.
German (Pape)
[Seite 396] dasselbe, αὐτογέννητα κοιμήματα ματρός Soph. Ant. 856, Jocaste's Beilager mit dem Sohne, den sie selbst geboren.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτογέννητος: -ον, = αὐτογενής: κοιμήματά τε αὐτογέννητ’ ... μητρός, καὶ κοιμήματα μητρὸς μετὰ τοῦ ἐξ αὐτῆς γεννηθέντος τέκνου, Σοφ. Ἀντ. 864· - ὡσαύτως, αὐτογεννήτωρ, ορος, ὁ, αὐτὸς ὁ πατήρ, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 239Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
né du propre sein (de qqn) : αὐτογέννητα κοιμήματα ματρός SOPH commerce d’une mère (Jocaste) avec son propre enfant.
Étymologie: αὐτός, γεννάω.
Spanish (DGE)
-ον
nacido de sí mismo por enálage κοιμήματα τ' αὐτογέννητα ... μητρός unión de una madre con su propio hijo S.Ant.864
•frec. en lit. crist., de Dios, Hom.Clem.16.16, de una de las tres divisiones del universo ἡ αὐ. μοῖρα Hippol.Haer.5.12.7, de las tinieblas κακὸν αὐτογέννητον Basil.M.29.36C.
Greek Monolingual
αὐτογέννητος, -ον (Α)
αυτογενής.
Greek Monotonic
αὐτογέννητος: -ον, αυτός που δημιουργείται μόνος του, αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός, ερωτική συνεύρεση της μητέρας με το ίδιο της το παιδί, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτογέννητος: кровосмесительный (κοιμήματα ματρός Soph.).
Middle Liddell
self-produced: αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός a mother's intercourse with her own child, Soph.