εἰσαΐσσω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
contr. εἰσᾴσσω, Att. εἰσᾴττω, fut. -ᾴξω: aor. -ῇξα:—A to dart in or into, Ar.Nu.543, Aristid.Or.49(25).16, prob. in D.C.37.32; cf. εἰσήκω.
German (Pape)
[Seite 740] att. εἰσᾴττω, hineinstürmen, -dringen; Ar. Nubh. 543. 996; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσᾱΐσσω: συνῃρ. -ᾴσσω, Ἀττ. -ᾴττω, εἰσορμῶ, εἰσπηδῶ, Ἀριστοφ. Νεφ. 543.
French (Bailly abrégé)
s’élancer dans ou sur.
Étymologie: εἰς, ἀΐσσω.
Greek Monolingual
εἰσαΐσσω και εἰσάσσω (Α)
ορμώ μέσα, εισπηδώ.
Greek Monotonic
εἰσᾱΐσσω: συνηρ. -ᾴσσω, Αττ. -ᾴττω, μέλ. -άξω, μπαίνω ή πηδώ μέσα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσᾱΐσσω: атт. εἰσᾴττω (aor. εἰσῇξα) вторгаться, врываться (εἰς ὀρχηστρίδος, sc. οἶκον Arph.).