περιστέφω

From LSJ
Revision as of 09:00, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστέφω Medium diacritics: περιστέφω Low diacritics: περιστέφω Capitals: ΠΕΡΙΣΤΕΦΩ
Transliteration A: peristéphō Transliteration B: peristephō Transliteration C: peristefo Beta Code: periste/fw

English (LSJ)

A enwreathe, surround, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν Ζεύς Od.5.303; τὴν νησῖδα τοῖς ὅπλοις Plu.Arist.9; κύκλῳ τὰ τείχη Id.2.245e; Παρνησὸν π. ἐννέα κύκλοις, of the serpent Pytho, Call.Del.93 :—Pass., Orph.Fr.186 : metaph., ὁ παῖς ἀρετῇ περιστέφεται Aphth.Prog.3.

German (Pape)

[Seite 594] umkränzen, umgeben; οὐρανὸν νεφέεσσι, Od. 5, 303, τὴν νησῖδα ὁπλίταις, Plut. Aristid. 9.

Greek (Liddell-Scott)

περιστέφω: μέλλ. -ψω, περιβάλλω, περικαλύπτω, ὡς διὰ στεφάνου, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν Ζεὺς Ὀδ. Ε. 303· τὴν νησῖδα τοῖς ὁπλίταις Πλουτ. Ἀριστείδ. 9· κύκλῳ τὰ τείχη ὁ αὐτ. 2. 245D· Παρνησὸν π. ἐννέα κύκλοις, ἐπὶ τοῦ ὄφεως Πύθωνος, Καλλ. εἰς Δῆλον 93.

French (Bailly abrégé)

couronner, envelopper.
Étymologie: περί, στέφω.

English (Autenrieth)

set closely around, surround, Od. 5.303; pass., fig., his words are notcrownedwith grace, Od. 8.175.

Greek Monolingual

Α
1. περιβάλλω κάτι σαν σε στεφάνι, περιστεφανώνω
2. περικυκλώνω
3. παθ. περιστέφομαι
μτφ. κοσμούμαι με αρετή («ὁ παῑς ἀρετῇ περιστέφεται», Αφθόν.).

Greek Monotonic

περιστέφω: μέλ. -ψω, στεφανώνω, περικυκλώνω, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν Ζεύς, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

περιστέφω:
1) окаймлять, окружать (νεφέεσσι οὐρανόν Hom.);
2) оцеплять, осаждать (τὴν νησῖδα τοῖς ὁπλίταις πανταχόθεν Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-στέφω omgeven, omhullen:; νεφέεσσι περιστέφει οὐρανόν met wolken bedekt hij de hemel Od. 5.303; overdr.. κενεή σε περιστέψαιτο moge een lege hut jou omhullen AP 7.736.3 ( dub. ).

Middle Liddell

fut. ψω
to enwreathe, surround, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν Ζεύς Od.