γαλακτοφάγος

From LSJ
Revision as of 16:18, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαλακτοφάγος Medium diacritics: γαλακτοφάγος Low diacritics: γαλακτοφάγος Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: galaktophágos Transliteration B: galaktophagos Transliteration C: galaktofagos Beta Code: galaktofa/gos

English (LSJ)

ον, milk-fed, Str. 7.4.6, S.E. P. 1.56.

German (Pape)

[Seite 471] Milch essend, Sext. Emp.; Schol. Il. 13, 6; vgl. γλακτοφάγος.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοφάγος: -ον, ὁ διὰ γάλακτος τρεφόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 36, Στράβ. 311· ἴδε γλακτ-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit de laitage.
Étymologie: γάλα, φαγεῖν.

Spanish (DGE)

-ον
que se nutre de leche de los habitantes del Quersoneso, Str.7.4.6, Aret.CD 1.8.2, Σκύθαι Ptol.Geog.6.14.12, ζῷα S.E.P.1.56, cf. γλακτοφάγος.

Greek Monolingual

ο (AM γαλακτοφάγος)
αυτός που τρέφεται κυρίως ή αποκλειστικά με γάλα.

Greek Monotonic

γᾰλακτοφάγος: -ον (φαγεῖν), αυτός που τρέφεται με γάλα, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλακτοφάγος: Sext. = γαλακτοπότης.

Middle Liddell

φαγεῖν
milk-fed, Strab.