τόμος
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
English (LSJ)
ὁ, A slice, τόμος ἐκ πτέρνης Batr.37; γαστρός, πλακοῦντος, Ar. Eq. 1179, 1190; τῆς χορδῆς Cratin.192; ἀλλάντων, πυοῦ, Pherecr.108.8, 19; γογγυλίδος Alex.88; τυροῦ, ἡνύστρου, Eub.150.2, Mnesim.4.14 (anap.): generally, piece, κιθῶνος Michel 832.20 (Samos, iv B.C.); of wood, beam, IG11(2).161 D123, 165.49 (Delos, iii B.C.). 2 piece of land, ib.7.3170.12 (Orchom. Boeot.), cf. 1739, 1742 (Thespiae). 3 Geom., τόμος κυλίνδρου = frustum of a cylinder, portion of right cylinder intercepted between two parallel oblique sections, Archim. Con.Sph.Def.; τόμος ἀπὸ ὀρθογωνίου κώνου τομᾶς ἀφαιρούμενος frustum of the section of a right-angled cone, i e. portion of a parabola cut off by two parallel double-ordinates, Id.Aequil.2.10. II roll of papyrus, PCair.Zen.357.15 (iii B.C.), LXXIs.8.1, PSI10.1146.1 (ii A.D.), Sammelb.7362.1 (ii A.D.), etc.; τ. συγκολλήσιμος PGrenf.2.41.18 (i A.D.); τιμῆς ἀπὸ τόμου ἀγραφίου PMich.Teb.123vvii 25 (i A.D.); tome, volume, PMich. in Class.Phil.22.10 (ii A.D.), D.L.6.15: metaph., ἐν καθαρῷ διανοίας τ. Porph.Marc.32.
German (Pape)
[Seite 1127] ὁ, der Schnitt, Abschnitt; γαστρός, πλακοῦντος, Ar. Equ 1175. 1186; das abgeschnittene Stück, der Theil, bes. der Theil eines auf Pergament geschriebenen u. aufgerollten Buches, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
τόμος: ὁ, τεμάχιον, κομμάτιον, τ. ἐκ πτέρνης Βατραχομ. 37· γαστρός, πλακοῦντος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1179, 1190· ὁ τῆς χορδῆς τόμος Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 15· ἀλλάντων, πύου Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 8 καὶ 19· γογγυλίδος Ἄλεξις ἐν «Θεοφορήτῳ» 2· τυροῦ, ἠνύστρου Εὔβουλος, κλπ.· ― τεμάχιον γῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569c. 8 κἑξ. ΙΙ. μέρος βιβλίου ἢ συγγράματος ἀποτελοῦν ἴδιον κύλινδρον, τόμος, volumen, Διογ. Λ. 6, 15, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
morceau coupé, partie, part, portion.
Étymologie: τέμνω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
βιβλίο που αποτελεί μέρος μεγαλύτερου συγγράμματος (α. «κυκλοφόρησε ο 56ος τόμος της Εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάννικα» β. «λεξικὸν εἰς τόμους ἐννέα», Διογ. Λαέρ.)
νεοελλ.
1. σύνολο τευχών περιοδικού, νόμων, ή άλλων εντύπων που απαρτίζουν αυτοτελές βιβλίο
2. φρ. α) «συνοδικός τόμος»
εκκλ. κείμενο πατριάρχη ή αρχηγού αυτοκέφαλης Εκκλησίας και τών συνόδων τους με το οποίο επιλύονται σοβαρά εκκλησιαστικά θέματα
β) «τόμος ενώσεως»
εκκλ. η επίσημη απόφαση της τοπικής συνόδου της Κωνσταντινούπολης το 920, με την οποία απαγορεύθηκε η σύναψη τέταρτου γάμου στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία
αρχ.
1. τεμάχιο, κομμάτι, τμήμα («τόμος ἐκ πτέρνης», Βατραχομ.)
2. δοκός, δοκάρι
3. τεμάχιο γης
4. χειρόγραφο από πάπυρο ή περγαμηνή τυλιγμένο γύρω από ράβδο, κύλινδρος («τιμῆς ἀπὸ τόμου ἀγραφίου», πάπ.)
5. μτφ. δέλτος («ἐν καθαρῷ διανοίας τόμῳ», Πορφ.)
6. φρ. «τόμος κυλίνδρου»
μαθημ. τμήμα ορθού κυλίνδρου που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο παράλληλων πλάγιων τμημάτων (Αρχιμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τομ- της ρίζας του ρ. τέμνω (βλ. λ. τέμνω)].
Greek Monotonic
τόμος: ὁ (τέμνω)·
I. τεμάχιο, κομμάτι, σε Βατραχομ., σε Αριστοφ.
II. μέρος βιβλίου, τόμος, τμήμα ενιαίου έργου.
Russian (Dvoretsky)
τόμος: ὁ τέμνω
1) ломтик, кусок (ἐκ πτέρνης Batr.; πλακοῦντος Arph.);
2) часть рукописи (в виде отдельного свитка), том Diog. L.
Middle Liddell
τόμος, ὁ, τέμνω
I. a cut, slice, Batr., Ar.
II. part of a book, a tome, volume,