περιπέτομαι
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
English (LSJ)
A fly around, Ar.Av.165 : c. acc., ib.1721; περιεπέτετο τὰ οἰκία Ant.Lib.16.3; π. τὰ πελάγη Luc.Halc.1; τὴν ἑκάστου γνώμην π. Id.Hist.Conscr.1 : the form περιπέταμαι occurs in codd. of Arist. HA609a14; cf. περιίπταμαι.
German (Pape)
[Seite 587] (s. πέτομαι), herumfliegen, v.l. Xen. An. 5, 9, 23; umfliegen, Luc. Char. 15 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιπέτομαι: ἀποθ., πέτομαι κύκλῳ, πετῶ ὁλόγυρα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 165. 1721· μετ’ αἰτ. πράγμ., π. τὰ πελάγη Λουκ. Ἁλκ. 1· τὴν ἑκάστου γνώμην π. ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 1· ― ὁ τύπος περιπέταμαι ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 1, 15· καὶ περιίπταμαι, αὐτόθι 5. 9, 2, Δίων Κ. 58. 5. κτλ.
French (Bailly abrégé)
voler autour de, acc..
Étymologie: περί, πέτομαι.
Greek Monolingual
ΜΑ, περιπέταμαι Μ
πετώ ολόγυρα, πετώ εδώ κι εκεί
αρχ.
μτφ. ενοχλώ, απασχολώ, ζαλίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πέτομαι «πετώ»].
Greek Monotonic
περιπέτομαι: μέλ. -πτήσομαι, αόρ. -επτόμην· αποθ.· πετώ ολόγυρα, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-πέτομαι rondvliegen, om... vliegen, met acc.; overdr.. τὴν ἑκάστου γνώμην περιπετομένου terwijl (het stuk) nog in ieders hoofd rondzong Luc. 59.1.
Russian (Dvoretsky)
περιπέτομαι:
1) летать вокруг, облетать (τὰ πελάγη Luc.; πανταχῆ Arph.; τῇ κίονι Plut.);
2) облетать мыслью, т. е. вспоминать (τὴν ἑκάστου γνώμην Luc.).