τετανός

From LSJ
Revision as of 20:40, 23 March 2022 by Spiros (talk | contribs)

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετᾰνός Medium diacritics: τετανός Low diacritics: τετανός Capitals: ΤΕΤΑΝΟΣ
Transliteration A: tetanós Transliteration B: tetanos Transliteration C: tetanos Beta Code: tetano/s

English (LSJ)

ή, όν, (τείνω, τανύω) A stretched, rigid, Hp.Fract.2 (Sup.); straightened, smooth, ἔρφος, ῥινός, Nic.Al.343,464; πῆχυς AP6.204 (Leon.); φύλλον Thphr.HP3.11.1; θρίδαξ Lycus ap.Ath.2.69e; τ. καὶ καθαρὸν πρόσωπον Crito ap.Gal.12.825; f.l. in E.Fr.472.6 (anap., codd. Erot.). II = τετανόθριξ, PPetr.3p.2, al. (iii B.C.), PCair.Zen.76.11 (iii B.C.), PLond.3.879.17 (ii B.C.), PAmh.2.51.22 (i B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1096] gespannt, gestreckt, ausgespannt, angespannt, dah. glatt, ohne Runzel; καὶ καθαρὸν πρόσωπον, Galen., s. Jac. A. P. p. 512; ἔρφος, gespannte Haut, Nic. Al. 343, vgl. 464; πρίων, Leon. Tar. 28 (VI, 204), u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετᾰνός: -ή, -όν, (τείνω, τανύω) τεταμένος, τεντωμένος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 751· τεντωμένος, ὁμαλός, λεῖος, ἔρφος, ῥινὸς Νικ. Ἀλεξιφ. 343, 464· πρίων Ἀνθολ. Π. 6. 204· φύλλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστορ. 3. 11, 2· τ. καὶ καθαρὸν πρόσωπον Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 étendu, allongé, long;
2 rigide;
3 lisse, uni, sans pli ou sans ride.
Étymologie: τείνω.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -όν, Α
1. τεντωμένος
2. ομαλός, λείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με αναδιπλασιασμό τε- < συνεσταλμένη βαθμίδα ταν- του τείνω].
(II)
-ή, -όν, Α
τετανόθριξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί κατ' αποκοπή από το σύνθ. τετανόθριξ].

Greek Monotonic

τετᾰνός: -ή, -όν (τείνω), τεντωμένος, ομαλός, λείος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τετᾰνός: τείνω натянутый, тугой (πρίων Anth.).

Middle Liddell

τετᾰνός, ή, όν τείνω
straightened, smooth, Anth.

Frisk Etymology German

τετανός: τέτανος
{tetanós}
See also: s. τείνω.
Page 2,884