εὔφραστος

From LSJ
Revision as of 08:50, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔφραστος Medium diacritics: εὔφραστος Low diacritics: εύφραστος Capitals: ΕΥΦΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: eúphrastos Transliteration B: euphrastos Transliteration C: eyfrastos Beta Code: eu)/frastos

English (LSJ)

ον, (φράζω) A easy to make intelligible, Arist.Rh.1407b12; distinct, ὀπωπή D.P.171.

German (Pape)

[Seite 1107] leicht zu bemerken, wahrzunehmen, ὀπωπή D. Per. 171; leicht zu verstehen, oder leicht auszusprechen, neben δεῖ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον Arist. rhet. 3, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à expliquer, à exprimer.
Étymologie: εὖ, φράζω.

Greek Monolingual

εὔφραστος, -ον (Α)
1. ευκολοπρόφερτος, και κατ' επέκτ. ευνόητος, κατανοητός, καταληπτός («δεῖ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον καὶ εὔφραστον», Αριστοτ.)
2. σαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φραστος (< φράζω «ομιλώ, λέγω»), πρβλ. άφραστος, πολύφραστος].

Greek Monotonic

εὔφραστος: -ον (φράζω), εύκολος στην προφορά ή στην έκφραση, ευπρόφερτος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὔφραστος: легко выразимый, удобопроизносимый (τὸ γεγραμμένον Arst.).

Middle Liddell

εὔ-φραστος, ον φράζω
easy to speak or utter, Arist.