προσήνεμος

From LSJ
Revision as of 17:51, 30 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσήνεμος Medium diacritics: προσήνεμος Low diacritics: προσήνεμος Capitals: ΠΡΟΣΗΝΕΜΟΣ
Transliteration A: prosḗnemos Transliteration B: prosēnemos Transliteration C: prosinemos Beta Code: prosh/nemos

English (LSJ)

ον, (ἄνεμος) exposed to the wind, towards the wind, to windward, X.Oec.18.6; καθίζειν ἐν προσηνέμῳ καὶ σκιᾶ Arist.HA616b14; τὰ προσήνεμα = the places exposed to the wind Id.GA 783a32; τὰ εὔπνοα καὶ προσήνεμα Thphr.CP2.9.1, etc.

German (Pape)

[Seite 765] ον, dem Winde ausgesetzt, Xen. oec. 18, 6.

Greek (Liddell-Scott)

προσήνεμος: -ον, (ἄνεμος) ὁ πρὸς τὸν ἄνεμον ἐστραμμένος, ἀντίθετον τῷ ὑπήνεμος, Ξεν. Οἰκ. 18, 6· καθίζειν ἐν προσηνέμῳ καὶ σκιᾷ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 16, 1· τὰ πρ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 22· τὰ εὔπνοα καὶ πρ. Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
exposé au vent.
Étymologie: πρός, ἄνεμος.

Greek Monolingual

-η, -ο / προσήνεμος, -ον, ΝΜΑ (για τόπο ή κτήριο) στραμμένος προς τον άνεμο, προς την κατεύθυνση από την οποία πνέει συνήθως ο άνεμος.
επίρρ...
προσηνέμως και προσήνεμα Ν
προς μέρος προσήνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. εν-ήνεμος, με έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

προσήνεμος: -ον (ἄνεμος), αυτός που είναι στραμμένος προς τον άνεμο, αυτός που προφυλάσσει από άνεμο, αντίθ. προς το ὑπήνεμος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προσήνεμος: наветренный: τὸ προσήνεμον Arst. наветренное место.

Middle Liddell

προσ-ήνεμος, ον, ἄνεμος
towards the wind, to windward, opp. to ὑπήνεμος, Xen.