δρομάς

From LSJ
Revision as of 09:59, 10 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρομάς Medium diacritics: δρομάς Low diacritics: δρομάς Capitals: ΔΡΟΜΑΣ
Transliteration A: dromás Transliteration B: dromas Transliteration C: dromas Beta Code: droma/s

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ,
A running, πρός δ' ἔβαν δρομὰς ἐξ οἴκων E.Supp.1000 (lyr.); ἄντυξ δρομάς = the whirling wheel, S. Ph.678 (lyr.); ὁλκάδες Ar.Fr.420; δρομὰς κάμηλος = dromedary, D.S.19.37, Str.15.2.10, J.AJ6.14.6, Plu.Alex.31: also with a neut., δρομάδι κώλῳ E.Hel.1301 (lyr.); δρομάσι βλεφάροις Id.Or.837 (lyr.).
2 wildly roaming, frantic, Ναΐς, παρθένος, Id.Hipp.549 (lyr.), Tr.42; Γαλλαὶ μητρὸς ὀρείης φιλόθυρσοι δρομάδες Lyr.Adesp.121.
II of certain fish, migratory, Arist.HA488a6.
III street-walker, Phryn. Com.33.

German (Pape)

[Seite 667] άδος, gew. fem., aber auch δρομάσι βλεφάροις, Eur. Or. 835; Φρύγες, Or. 1416; δρομάδι κώλῳ, Hel. 1317; laufend, umherschweifend; ἄμπυξ, vom Rade des Ixion, Soph. Phil. 674; κύνες, Eur. Bacch. 730; vgl. Suppl. 1000; auch ἡ δρομάς substantivisch für φοιβάς, die begeisterte Prophetin, Tr. 42; vgl. Hipp. 549; δρομάδες ὁλκάδες, Ar. bei Poll. 1, 83; κάμηλοι, Plut. Alex. 31; D. Sic. 19, 37. Bei Arist. H. A. 1, 1 von Fischen, wie 6, 17. Von geilen Frauen, läufisch, Phryn. com. bei Poll. 7, 203.

Greek (Liddell-Scott)

δρομάς: -άδος, ὁ, ἡ, δρομαῖος, τρέχων, προσέβην δρομὰς ἐξ οἴκων Εὐρ. Ἱκ. 1000· ἄμπυξ δρ., ὁ ταχέως περιστρεφόμενος κύκλος, Σοφ. Φ. 680· ἐπὶ πλοίων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 375· ― ὡσαύτως μετ’ οὐδετ., δρομάδι κώλῳ Εὐρ. Ἑλ. 1301· δρομάσι βλεφάροις ὁ αὐτ. Ὀρ. 837· 2) ὡς τὸ φοιτάς, ἀγρίως περιπλανώμενος, μανιώδης, ὁ αὐτ. Ἱππ. 549, Τρῳ. 42. ΙΙ. εἴδη τινὰ ἰχθύων, οἷον θύννοι, πηλαμύδες, ἀμίαι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 24. ΙΙΙ. ὁ περιτρέχων τὰς ὁδούς, περὶ πόρνης, Λατ. currax, Φρύν. Κωμ. Μουσ. 3.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ, τό)
adj.
qui court ; δρομὰς κάμηλος PLUT dromadaire litt. chameau coureur ; ἄμπυξ δρομάς SOPH l’essieu agile, càd la roue d’Ixion.
Étymologie: R. Δραμ, courir.

Spanish (DGE)

-άδος
I 1que corre o va a la carrera, raudo de pers. πρὸς δ' ἔβαν δ. ἐξ ἐμῶν οἴκων E.Supp.1000, de las Ninfas, Orph.H.51.6, esp. presa de delirio μεθῆκ' Ἀπόλλων δρομάδα Κασσάνδραν E.Tr.42, cf. Ba.731, ναΐς E.Hipp.549, Γάλλαι ... φιλόθυρσοι δρομάδες Lyr.Adesp.112.1, de partes del cuerpo δρομάδι κώλῳ E.Hel.1301
de anim. de carreras ἵππος δρομάς Plu.2.498b, Sch.E.Or.1416
δρομὰς κάμηλος dromedario D.S.17.105, 19.37, Str.15.2.10, Liu.37.40.12, I.AI 6.364, Curt.5.2.10, Plu.Alex.31, Gp.16.22.7
de cosas que se mueve rápidamente, veloz ἄμπυξ de las ruedas, S.Ph.678, ὁλκάδες Ar.Fr.439
fig. δρομάσι ... βλεφάροις con ojos erráticos, extraviados E.Or.837.
2 esp. de peces migratorio οἷον οὓς καλοῦσι δρομάδας, θύννοι, πηλαμύδες ... Arist.HA 488a6, cf. 570b21.
II subst.
1 ἡ δρομάς la que hace la carrera, buscona, sinón. de hetera Phryn.Com.34, Hsch.
2 dud., n. de una danza Hsch.δ 2397 (cj. add.p.509).

Greek Monolingual

η (Α δρομάς, ο, η)
νεοελλ.
1. είδος καμήλας η οποία χαρακτηρίζεται από την παρουσία μιας μόνο καμπούρας στη ράχη και από το πλαγιοδιποδικό της βάδισμα
2. πτηνό με φτερά λευκά και μαύρα, με πολύ δυνατό ράμφος και μακριά πόδια
αρχ.
1. αυτός που τρέχει ή κινείται γρήγορα (α. «προσέβην δρομὰς ἐξ οἴκων» — ήρθα τρέχοντας από το σπίτι
β. «δρομάσι βλεφάροις» — στριφογυρίζοντας το βλέμμα)
2. αυτός που περιπλανιέται τρέχοντας, μανιώδης
3. ονομασία διαφόρων ψαριών
4. αυτή που τρέχει να βρει πελάτες, η πόρνη.

Greek Monotonic

δρομάς: -άδος, ὁ, ἡ (δραμεῖν),
1. αυτός που τρέχει, σε Ευρ.· ἄντυξ δρ., γρήγορα περιστρεφόμενος τροχός, σε Σοφ.· επίσης με ουδ. ουσ., σε Ευρ.
2. όπως το φοιτάς, περιπλανώμενος άγρια, μανιώδης, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

δρομάς: άδος adj.
1) бегущий, мчащийся (ἐξ οἴκων, κύνες Eur.): δρομάδι κώλῳ Eur. бегом; δ. κάμηλος Plut., Diod. дромадер;
2) быстро вращающийся (ἄμπυξ Soph.);
3) бегающий, блуждающий (βλέφαρα Eur.);
4) странствующий, кочующий, мигрирующий (sc. ἰχθύες Arst.);
5) мечущийся, исступленный (βάκχα, Κασσάνδρα Eur.).

Middle Liddell

δρομάς, άδος, n δραμεῖν
1. running, Eur.; ἄμπυξ δρ. the whirling wheel, Soph.; also with a neut. Noun, Eur.
2. like φοιτάς, wildly roaming, frantic, Eur.