ἐπιζήμιος Search Google

From LSJ
Revision as of 08:51, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιζήμιος Medium diacritics: ἐπιζήμιος Low diacritics: επιζήμιος Capitals: ΕΠΙΖΗΜΙΟΣ
Transliteration A: epizḗmios Transliteration B: epizēmios Transliteration C: epizimios Beta Code: e)pizh/mios

English (LSJ)

Dor. etc. ἐπιζάμιος [ᾱ], ον, A bringing loss upon, hurtful, prejudicial, Charon 12, Th.1.32, Isoc.2.18, etc.; τινί X.Mem.2.7.9, cf. Aeschin.1.45. Adv. ἐπιζημίως Poll.8.147, D.Chr.14.18. 2. penal: ἐπιζήμια, τά, punishments, penalties, Pl.Lg.784e,788b; ἐπιζάμια Tab. Heracl.1.127; χρησόμεθα ἐπιζημίοις = ἐπιζημιώσομεν, Epist.Philipp. ap.D.18.157: sg., ἐπιζάμιον, τό, fine, IG5(2).6.36 (Tegea), 5(1).1498 (Messenia). II. liable to punishment, of persons, Pl.Lg.765a; of acts, Arist.Pol.1297a33, cf. PRev.Laws7.6 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 941] 1) schädlich, nachtheilig; πραγματεῖαι Isocr. 2, 18; τί πονηρὸν καὶ ἐπιζ. Xen. Mem. 1, 2, 57; Ggstz ξύμφορον, Thuc. 1, 32; τινί, Xen. Mem. 2, 7, 9. – 2) der Strafe unterworfen, ἐπιζήμιοι, ἐὰν μὴ ἴωσι Plat. Legg. VI, 765 a; ἐπιζήμιόν ἐστιν ἐκ τῶν νόμων τινί, strafbar, Aesch. 1, 45; – τὰ ἐπιζήμια, die Strafe, Plat. Legg. VI, 784 e, ἐπιζήμια τιθέναι VII, 788 b. – Adv., Poll. 5, 135 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 funeste, nuisible;
2 exposé à une amende ou à une peine;
3 pénal ; τὰ ἐπιζήμια PLAT peines, amendes.
Étymologie: ἐπί, ζημία.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιζήμιος, -ον)
αυτός που προκαλεί ζημιά, ο βλαβερός
αρχ.
1. (για πράξη ή παράλειψη) αυτός που επισύρει ποινή, που τιμωρείται
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιζήμια
η τιμωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζημία.

Greek Monotonic

ἐπιζήμιος: Δωρ. -ζάμιος, -ον (ζημία),·
I. 1. αυτός που προξενεί, που επιφέρει βλάβη, επιβλαβής, βλαβερός, επιζήμιος, σε Θουκ., Ξεν.
2. αξιόποινος· ἐπιζήμια, τά, ποινές, σε Δημ.
II. αυτός που υπόκειται σε τιμωρία, που του επιβάλλεται ποινή, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιζήμιος:
1) гибельный, пагубный, вредный (τινι Xen., Arst.);
2) подлежащий или подвергнутый наказанию Plat., Aeschin.;
3) карательный: τὰ ἐπιζήμια Plat., Arst. кары, наказания, взыскания.

Middle Liddell

ζημία
I. bringing loss upon, hurtful, prejudicial, Thuc., Xen.
2. penal: —ἐπιζήμια, τά, penalties, Dem.
II. liable to punishment, Aeschin.

English (Woodhouse)

harmful, liable to punishment

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)