ἀκοίμητος

From LSJ
Revision as of 16:40, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκοίμητος Medium diacritics: ἀκοίμητος Low diacritics: ακοίμητος Capitals: ΑΚΟΙΜΗΤΟΣ
Transliteration A: akoímētos Transliteration B: akoimētos Transliteration C: akoimitos Beta Code: a)koi/mhtos

English (LSJ)

ον, A sleepless, unresting, of sea, A.Pr.139; Νύμφαι Theoc.13.44; πῦρ Plu.Cam.20, Ael.NA11.3; φέγγος LXX Wi.7.10; ἀ. καὶ ἀπαραλόγιστος Arr.Epict.1.14.12, etc.; ἀ. δάκρυσι IG9(2).317.4 (Tricca). Adv. -τως, ἔχει πρὸς τὰ θεῖα Ph.Fr.101 H.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοίμητος: -ον, = ἄϋπνος, ὁ μὴ ἀναπαυόμενος, περὶ τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πρ. 139· πρβλ. Θεόκρ. 13. 44, Διόδ., Πλούτ., κτλ.· ἀκ. δάκρυσι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1778· ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1064. 9: ― Ὁ τύπος ἀκοίμιστος, ον εἶναι ἀμφίβολος ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 616. 48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne sommeille pas, qui ne se repose pas.
Étymologie: , κοιμάω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no duerme Νύμφαι Theoc.13.44, c. hipálage ἀγγελίη ἀκοιμήτων ὑμεναίων Musae.12
de ahí vigilante, atento Ἄργος ἀκοιμήτοισι κεκασμένος ὀφθαλμοῖσι Mosch.2.57, ὄμμα Ph.1.579, βλέφαρα Nonn.Par.Eu.Io.17.15, ὀπωπαί Nonn.D.35.234, πρόνοια POxy.1468.7 (III d.C.).
2 que no descansa, que nunca reposa del mar, A.Pr.140, ῥέεθρον ISide 106.10 (III d.C.), ὁ σκώληξ ὁ ἀ. Apoc.Esd.4.20
que no cesa πῦρ Plu.Cam.20, Ael.NA 11.3, φέγγος LXX Sap.7.10, ἀκοιμήτου φλόγα πεύκης Nonn.D.3.43, δάκρυα IG 9(2).317.4 (Trica III d.C.).
II adv. -ως vigilantemente ἔχειν πρὸς τὰ θεῖα Ph.Fr.101H.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀκοίμητος, -ον) (ΑΝ)
1. αυτός που δεν κοιμάται, δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος, άγρυπνος
2. ακατεύναστος, ακαταπράυντος
(μσν.-νεοελλ. μτφ.)
1. ακατάπαυστος, διαρκής, αιώνιος
2. αυτός που δεν σβήνει ποτέ, ο άσβηστος
νεοελλ.
αυτός που επαγρυπνεί, που επιβλέπει αδιάκοπα, άγρυπνος
μσν.
ως ουσ. οι Ακοίμητοι
μοναχοί ομώνυμης μονής της Κωνσταντινουπόλεως (βλ. Ακοιμήτων Μονή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < -στερητ. + κοιμῶμαι (-ᾶμαι).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακοιμησία].

Greek Monotonic

ἀκοίμητος: -ον (κοιμάω), άϋπνος, άγρυπνος, λέγεται για τη θάλασσα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκοίμητος:
1) не знающий сна, никогда не отдыхающий, вечно бодрствующий (ῥεῦμα Ὠκεανοῦ Aesch.; Νύμφαι Theocr.; δόρατα Anth.);
2) неугасимый (πῦρ Plut.).

Middle Liddell

κοιμάω
sleepless, of the sea, Aesch.