παραπλέκω

From LSJ
Revision as of 11:20, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλέκω Medium diacritics: παραπλέκω Low diacritics: παραπλέκω Capitals: ΠΑΡΑΠΛΕΚΩ
Transliteration A: paraplékō Transliteration B: paraplekō Transliteration C: parapleko Beta Code: paraple/kw

English (LSJ)

A braid or weave in, Hp.Vict.1.14 : metaph., μύθους Str.1.2.35 :—Pass., to be woven into, τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται Id.1.2.27; τὸ μηδ' ὅλως ἐν τῷ κόσμῳ μηδαμοῦ-πεπλέχθαι κενόν Gal.4.474. II braid or curl along the forehead, τὰς τρίχας Poll.2.35; π. ἑαυτόν becurl himself, Plu.2.785e :—Med., παραπλέκεσθαι Ael.NA16.11; παραπεπλεγμένη Ἀθηνᾶ ἡ ἀναπεπλεγμένη Poll. l.c. III mix with medicines, Ruf. ap. Orib.8.39.5, Philum. ap. eund.45.29.45, Gal.11.88; so of pigments, τὸ ξανθὸν τῷ κυανῷ π. Procop.Gaz.p.157 B.

German (Pape)

[Seite 494] dazwischen, darein flechten, Hippocr.; vom Haarputz der Frauenzimmer, sich Locken von fremdem Haar ansetzen, ἑαυτόν, Plut. an seni 4; auch med., Ael. H. A. 16, 11; Poll. 2, 35 erkl. es aber einfach durch ἀναπλέκω und führt παραπεπλεγμένη Ἀθηνᾶ an, und so steht es auch Plut. Is. et Os. 15. Übertr., ὅλῃ τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται, Strab. 1, 2, 27; vgl. Plut. pr. frig. 15.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλέκω: μέλλ. -ξω, ἐμπλέκω, ἐνυφαίνω, Ἱππ. 345. 36· μύθους Στράβ. 43· - Παθητ., ἐνυφαίνομαι, τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται ὁ αὐτ. 33, πρβλ. Πλούτ. 2. 951D. II. σγουρώνω ἢ ἀναπλέκω τὴν κόμην κατὰ μῆκος τοῦ μετώπου, τὰς τρίχας Πολυδ. Β΄, 35· π. ἑαυτόν, κοσμεῖν ἑαυτὸν διὰ πλοκῆς τῆς κόμης, Πλούτ. 2. 785Ε· οὕτω μέσ. παραπλέκεσθαι, Αἰλ. π. Ζ. 16. 11, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

1 tresser le long de, particul. tresser les cheveux le long de la tête : ἑαυτόν PLUT se faire des boucles;
2 tisser avec, fig. insérer dans;
Moy. παραπλέκομαι se faire des boucles.
Étymologie: παρά, πλέκω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. εμπλέκω ή ενυφαίνω («οἱ γναφέες... κείροντες τὰ ὑπερέχοντα καὶ παραπλέκοντες καλλίῳ ποιέουσι», Ιπποκρ.)
2. μτφ. παρεμβάλλω, παρεισάγω («ὅλη γε τῇ δραματουργία τοῦτο παραπέπλεκται», Στράβ.)
αρχ.
1. συμπλέκω, συνθέτω («μύθους παραπλέκουσιν ἑκόντες οὐκ ἀγνοίᾳ τῶν ὄντων», Στράβ.)
2. (ενεργ. και μέσ.) πλέκω ή σγουραίνω τα μαλλιά κατά μήκος του μετώπου
3. αναμιγνύω.

Greek Monotonic

παραπλέκω: μέλ. -ξω, πλέκω ή υφαίνω, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

παραπλέκω:
1) заплетать, сплетать (τὴν κόμην Plut.): π. ἑαυτόν Plut. заплетать или завивать себе волосы;
2) перен. вплетать, вставлять (ἐν μέσῳ τι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-πλέκω inweven; invlechten (van haar).

Middle Liddell

fut. ξω
to braid or weave in, Strab.