καθαιμάσσω

From LSJ
Revision as of 19:15, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθαιμάσσω Medium diacritics: καθαιμάσσω Low diacritics: καθαιμάσσω Capitals: ΚΑΘΑΙΜΑΣΣΩ
Transliteration A: kathaimássō Transliteration B: kathaimassō Transliteration C: kathaimasso Beta Code: kaqaima/ssw

English (LSJ)

A make bloody, sprinkle or stain with blood, τινα A.Eu.450; χρόα, δέρην, E.Hec.1126, Or.1527; σκήπτρῳ κ. κάρα Id.Andr.588; τὴν γλῶτταν Pl.Phdr.254e.

German (Pape)

[Seite 1279] mit Blut besudeln; Aesch. Eum. 450; σκήπτρῳ σὸν καθαιμάξω κάρα Eur. Andr. 588; τὰς γνάθους καθῄμαξε Plat. Phaedr. 254 e.

Greek (Liddell-Scott)

καθαιμάσσω: μέλλ. -ξω, καθιστῶ αἱματηρόν, ῥαντίζω ἢ κηλιδώνω μὲ αἷμα, «καταματώνω», τινα Αἰσχύλ. Εὐρ. 540· χρόα, δέρην καθαιμάξαι Εὐρ. Ἑκ. 1126, Ὀρ. 1527· σκήπτρῳ κ. κάρα ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 588· τὴν γλῶτταν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε.

French (Bailly abrégé)

ao. καθῄμαξα;
ensanglanter.
Étymologie: κατά, αἱμάσσω.

Greek Monolingual

καθαιμάσσω)
καθιστώ αιματηρό, ματώνω, κηλιδώνω με αίμα, ραντίζω ή βάφω κάτι με αίμα («καθαιμάσσειν γλῶτταν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἱμάσσω «ματώνω»].

Greek Monotonic

καθαιμάσσω: μέλ. -ξω, καταματώνω, ραντίζω ή κηλιδώνω με αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθαιμάσσω: (aor. καθῄμαξα)
1) обагрять кровью Aesch.: τήβεννος καθῃμαγμένη Plut. окровавленная тога;
2) разбивать в кровь (σκήπτρῳ κάρα τινός Eur.);
3) ранить до крови, окровавливать (τὰς γνάθους Plat.; χρόα Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-αιμάσσω met bloed bevlekken, tot bloedens toe verwonden:. τὰς γνάθους καθῄμαξεν hij bracht het bloed op zijn kaken Plat. Phaedr. 254e; σκήπτρῳ δὲ τῷδε σὸν καθαιμάξω κάρα met deze staf zal ik jouw hoofd tot bloedens toe slaan Eur. Andr. 588.

Middle Liddell

fut. ξω
to make bloody, sprinkle or stain with blood, Aesch., Eur.