ποντοπορεύω
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
pass over the sea, Ep.inf. -έμεναι Od.5.277: elsewhere in part., πλέεν… ποντοπορεύων ib.278, cf.7.267: later in med., Orac. ap. Plu.Thes.24.
German (Pape)
[Seite 681] das Meer bereisen, befahren, Od. 5, 277. 7, 267 u. sp. D., wie Theaet. Schol. 4 (Plan. 221); auch im med., or. bei Plut. Thes. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ποντοπορεύω: διέρχομαι τὴν θάλασσαν, Ἐπικ. ἀπαρ. -έμεναι Ὀδ. Ε. 277· ἐν τῷ ἑπομένῳ στίχῳ κατὰ μετοχήν, πλέεν... ποντοπορεύων Ε. 278, Η. 267· μεταγεν. ὡς ἀποθ., Χρησμ. ἐν Πλουτ. Θησεῖ 24.
French (Bailly abrégé)
parcourir ou traverser la mer.
Étymologie: ποντοπόρος.
English (Autenrieth)
and ποντοπορέω: traverse the sea. (Od.)
Greek Monolingual
Α ποντοπόρος
διαπλέω τη θάλασσα, ποντοπορώ, θαλασσοπορώ.
Greek Monotonic
ποντοπορεύω: περνώ πάνω από τη θάλασσα, Επικ. απαρ. -έμεναι, σε Ομήρ. Οδ.· μτχ. ποντοπορεύων, αυτός που διασχίζει τη θάλασσα, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ποντοπορεύω: Hom., med. Plut. = ποντοπορέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποντοπορεύω en ποντοπορέω [ποντοπόρος] over zee varen.
Middle Liddell
ποντοπορεύω,
to pass over the sea, epic inf. -έμεναι Od.; part. ποντοπορεύων sea-traversing, Od.