καταλούομαι

From LSJ
Revision as of 01:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλούομαι Medium diacritics: καταλούομαι Low diacritics: καταλούομαι Capitals: ΚΑΤΑΛΟΥΟΜΑΙ
Transliteration A: kataloúomai Transliteration B: katalouomai Transliteration C: kataloyomai Beta Code: katalou/omai

English (LSJ)

Med., spend in bathing, καταλόει [prob. cj. for -λούει] μου τὸν βίον Ar.Nu.838.

Greek (Liddell-Scott)

καταλούομαι: μέσ., δαπανῶ εἰς λουτρόν, ὡς ὕδωρ χύνω τὰ χρήματα, καταλόει χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ καταλούει μου τὸν βίον Ἀριστοφ. Νεφ. 838.

French (Bailly abrégé)

dépenser, gaspiller en frais de bains.
Étymologie: κατά, λούω.

Greek Monolingual

καταλούομαι (Α)
φρ. «καταλόει μου τὸν βίον» — σπαταλάς την περιουσία μου, τή σκορπάς σαν το νερό στο λουτρό (Αριστοφ.).

Greek Monotonic

καταλούομαι: Μέσ., ξοδεύω σε λουτρό, καταλόει (χάριν μέτρου αντί -λούει), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταλούομαι: (2 л. sing. καταλόει) лить как воду (в купальне), т. е. бросать на ветер, расточать, проматывать (τὸν βίον Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λούομαι verkwisten aan baden.

Middle Liddell


Mid. to spend in bathing, καταλόει [metri grat. pro -λούει] Ar.