ἐπιχαριεντίζομαι
From LSJ
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
quote as a good joke, Luc.Symp.12.
German (Pape)
[Seite 1002] dabei scherzen, Luc. Symp. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχᾰριεντίζομαι: Ἀποθ., ἐπιλέγω τι χαριεντιζόμενος, Λουκ. Συμπ. ἢ Λαπίθ. 12.
French (Bailly abrégé)
badiner agréablement.
Étymologie: ἐπί, χαριεντίζομαι.
Greek Monolingual
ἐπιχαριεντίζομαι (Α)
σημειώνω κάτι ή αναφέρω ως παραπομπή κάτι για αστείο.
Greek Monotonic
ἐπιχᾰριεντίζομαι: αποθ., μνημονεύω κάτι αστειευόμενος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχᾰριεντίζομαι: балагурить, шутить Luc.