σιδηρίτης
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
[ῑτ], ου, ὁ, fem. σιδηρῖτις, ιδος: Dor. σιδαρίτας, α, ὁ:—A of iron, σ. πόλεμος iron war, Pi.N.5.19; σ. τέχνη the smith's art, Eup.263; σ. πέτρα rock with iron ore in it, D.S.5.13; σ. γῆ Arist.Fr.326 ed. Berol., Poll.3.87. 2 σιδηρῖτις, with or without λίθος, loadstone, Phld. Sign.9, Str.15.1.38, Plu.2.1005c, etc. 3 a precious stone, Plin. HN37.58, al.; used as remedy for snake-bite, Orph.L.361,390, 419. II σιδηρῖτις, ἡ, ironwort, Sideritis romana, Dsc.4.33, Plin. HN25.43, Aret.CD2.12; also σ. πόα Hsch.; βοτάνη ἡ σ. J.AJ3.7.6, Gal.12.885. 2 also applied by Dsc. to burnet, Poterium Sanguisorba, 4.34; Cretan fig-wort, Scrophularia lucida, ib.35; Achilles' woundwort, Achillea tomentosa, ib.36. 3 = ἑλξίνη, ib.85. 4 = χαμαίπιτυς, Id.3.158. 5 = περιστερεὼν ὕπτιος, Ps.-Dsc.4.60.
German (Pape)
[Seite 879] ὁ, fem. σιδηρῖτις, von Eisen, mit Eisen, πόλεμ ος, Pind. N. 5, 19; dem Eisen ähnlich, λίθος, Eisen-, Magnetstein, Strab. XV; Plut. Symp. 2, 7 De Is. et Osir. 62 u. A.; – σιδηρῖτις τέχνα, Schmiedekunst, Eupol. bei Poll. 7, 106. – Als subst., ἡ, Eisenkraut, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de fer ; σιδηρίτης λίθος, aimant ; fig. en parl. de guerrier.
Étymologie: σίδηρος.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και δωρ. τ. σιδαρίτας, και θηλ. τ. σιδηρῑτις, -ίτιδος, Α
νεοελλ.
(ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο ανθρακικό ορυκτό του σιδήρου, που αποτελεί μετάλλευμα του σιδήρου, αλλ. χαλυβίτης
αρχ.
1. ο κατασκευασμένος από σίδηρο
2. αυτός που διεξάγεται με σίδηρο («σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον», Πίνδ.)
3. είδος πολύτιμου λίθου το οποίο χρησίμευε και ως αντίδοτο στο δάγκωμα φιδιού
3. το θηλ. σιδηρῑτις
α) (με ή χωρίς την λ. λίθος) ο φυσικός μαγνήτης
β) διάφορα ποώδη και θαμνώδη φυτά, όπως το φυτό ποτήριον. η ελξίνη, η χαμαίπιτυς
4. φρ. «σιδηρῑτις τέχνα»
(στον Εύπ.) η τέχνη κατεργασίας του σιδήρου, η σιδηρουργία, ή η πολεμική τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος / σίδαρος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ἀνθρακ-ίτης)].
Greek Monotonic
σῐδηρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος· Δωρ. σιδᾱρίτας, -α, -ο,
1. κατασκευασμένος από σίδηρο· σιδηρίτης πόλεμος, ο πόλεμος δια σιδήρου, δηλ. με σιδερένα όπλα, σε Πίνδ.
2. ἡ σιδηρῖτις λίθος, βράχος που έχει ρινίσματα σιδήρου, που περιέχει μετάλλευμα σιδήρου, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρίτης: дор. σῐδᾱρίτας, ου (ῑτ) adj. m железный: σ. πόλεμος Pind. война, ведущаяся железным оружием.
Middle Liddell
σῐ¯δηρίτης, ου, ὁ,
1. of iron, ς. πόλεμος iron war, Pind.
2. ἡ σιδηρῖτις λίθος the loadstone, Strab.