ᾆσμα
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ατος, τό, (ᾄδω) song, esp. lyric ode, hymn, Pl.Prt.343csq., Alex.19, Luc.Salt.16; ᾆ. μετὰ χοροῦ SIG648B7 (Delph., ii B. C.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): jón. poét. ἄεισμα Hdt.2.79, Call.Epigr.27.1, Fr.1.3, en boca de un laconio, Ar.Lys.1244
• Morfología: [gen. lat. asmatis Mar.Vict.116.18]
canto, cantar, canción ref. a diferentes géneros: de la poesía de Homero, I.Ap.1.12, de la de Hesíodo Ἡσιόδου τό τ' ἄεισμα καὶ ὁ τρόπος Call.Epigr.27.1, ἓν ἄισμα διηνεκές Call.Fr.1.3, τὸ ᾆ. ταῖς θεαῖς D.Chr.12.23, del endecasílabo sáfico, Mar.Vict.l.c., de Alceo, Heph.10.6, de Simónides, Pl.Prt.339b, de Píndaro, Pl.Grg.484b, de un poeta cómico, Alex.19, de un canto mítico sobre Apolo y Dafne, Ach.Tat.1.5.5, del pueblo de Israel ᾖσεν Ἰσραὴλ ᾆ. τοῦτο LXX Nu.21.17, del cisne, D.P.Au.2.20, ᾄσματα γυναικῶν D.Chr.32.62, de himnos fálicos ὕμνεον ᾆ. αἰδοίοισιν Heraclit.B 15, de los cantos por Lino, Hdt.2.79, de encomios ἐς τὼς Ἀσαναίως ... ἄεισμα Ar.l.c., de cantos eróticos νυκτερίν' ηὗρε μοιχοῖς ἀείσματ' Eup.148, ἐρωτικὸν ᾆ. Luc.DMar.1.4, ᾆ. πόρνης LXX Is.23.15, ᾄσματα αἰσχρά Amph.Seleuc.100, de cantos corales μετὰ χοροῦ FD 3.128.7 (II a.C.), de hiporquemas τοῖς χοροῖς ... γραφόμενα ... ᾄσματα ὑπορχήματα ἐκαλεῖτο Luc.Salt.16, cf. Philostr.VS 620, de cantos satíricos ᾄσματα καὶ σκώμματα Plu.Per.33, ᾄσματα πονηρά Plu.2.19f., de cantos guerreros Ἀρήϊα Polyaen.1.20.1, de cantos rítmicos de remeros τὰ τῶν κελευσμάτων ᾄσματα Longus 3.21.3, cf. 3.22.1, de salmos y cantos espirituales crist., Dion.Ar.EH M.3.429C, Clem.Al.Prot.1.2, 5, 6
•op. λόγος Pl.Lg.723c, X.Cyr.3.3.55
•op. τρόπος: τὸν ποιητὴν ... λέγειν οὐκ ᾄσματα νέα, ἀλλὰ τρόπον ᾠδῆς νέον Pl.R.424c
•como tít. ᾆσμα ᾀσμάτων Cantar de los Cantares LXX Ca.1.1, Amph.Seleuc.275.
German (Pape)
[Seite 372] τό, das Gesungene, Gesang, lyr. Gedicht, Plat. Prot. 343 c u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
chant, chanson ; ode lyrique.
Étymologie: ᾄδω.
Greek Monotonic
ᾆσμα: -ατος, τό (ᾄδω), άσμα, λυρική ωδή ή τραγούδι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ᾆσμα: ατος τό песнь, песня Plat., Plut.
Middle Liddell
[ἄιδω]
a song, a lyric ode, or lay, Plat.