θαμβαίνω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
= θαμβέω, to be astonished at, Pi.O.3.32, v.l. for θαυμαίνω in h.Ven.84.
German (Pape)
[Seite 1185] = θαμβέω, staunen, anstaunen, bewundern, H. h. Ven. 84 Merc. 407.
French (Bailly abrégé)
être frappé d'étonnement, acc..
Étymologie: θάμβος.
Greek (Liddell-Scott)
θαμβαίνω: θαμβέω, θαυμάζω, ἐκθαμβοῦμαι πρός τι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 84, ἔν τινι χειρογρ. ἀντὶ θαυμαίνω· οὕτως ὁ Herm. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 407 (δειμαίνω Baumeister).
English (Slater)
θαμβαίνω admire τόθι δένδρεα θάμβαινε σταθείς (θαύμαινε v.l.) (O. 3.32)
Greek Monolingual
θαμβαίνω (Α) θάμβος
είμαι έκπληκτος, είμαι κατάπληκτος («θάμβαινε σταθείς», Πίνδ.).
Greek Monotonic
θαμβαίνω: = θαμβέω, μένω έκπληκτος, είμαι θαμπωμένος με κάτι, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
θαμβαίνω: только praes. удивляться, поражаться, с изумлением созерцать (εἶδός τε καὶ εἵματα HH).
Middle Liddell
= θαμβέω
to be astonished at, Hhymn.