παμπληθής

From LSJ
Revision as of 07:48, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμπληθής Medium diacritics: παμπληθής Low diacritics: παμπληθής Capitals: ΠΑΜΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: pamplēthḗs Transliteration B: pamplēthēs Transliteration C: pamplithis Beta Code: pamplhqh/s

English (LSJ)

ές,
A in their whole multitude or with their whole multitude, παμπληθεῖς Ἀρκάδες X.HG6.5.26.
II = πάμπολυς, very numerous, multitudinous, μεταβολαί Pl.Lg.782b, cf. Tht.156b; γεωργίαι D. 19.145; πονηρίαι Id.21.19; χρήματα prob. in D.S. 14.13; κραυγαί POxy. 1242.54 (i A. D.): c. gen., παμπληθεῖς Ἀργείων Isoc.12.169: with sg., π. ἂν τὸ γένος ἦν (sc. τῶν ἰχθύων) Arist.HA567b2; π. κεκτήμεθα τὴν οὐσίαν = a vast amount of... Isoc. 15.154; πῦρ π. Arist.Mir.833a20.
III neut. as adverb, entirely, παμπληθὲς ἀπέσχεν D. 19.19, cf. D.C. 55.20.

German (Pape)

[Seite 454] ές, mit der ganzen Menge; οἱ δ' ἀνέβησαν παμπληθεῖς Ἀρκάδες, Xen. Hell. 6, 5, 26; Plut. Pomp. 34. Auch = πάμπολυς, sehr viel, Lys. 32, 22; παμπληθεῖς Ἀργείων ἀπώλεσε, Isocr. 12, 169; Plat. Legg. VI, 782 b; Arist. H. A. 6, 13 u. Folgde. – Das neutr., adverbial gebraucht, wird auch πάμπληθες geschrieben, Dem. 19, 19; Suid.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 tout en masse;
2 tout à fait nombreux ; neutre adv. • παμπληθὲς ἐπέσχε τοῦ DÉM il s'en fallut du tout au tout que.
Étymologie: πᾶν, πλῆθος.

Greek (Liddell-Scott)

παμπληθής: -ές, ὁ μετὰ παντὸς τοῦ πλήθους, οἱ δὲ ἀνέβησαν παμπληθεῖς Ἀρκάδες Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 26. ΙΙ. = πάμπολυς, μεταβολαὶ Πλάτ. Νόμ. 782Β, πρβλ. Θεαίτ. 156Β· γεωργίαι Δημ. 386. 5· μετὰ γενικ., παμπληθεῖς Ἀργείων Ἰσοκρ. 268C· μεθ’ ἑνικ. οὐσιαστ., π. ἂν τὸ γένος ἧν (ἐξυπ. τῶν ἰχθύων) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 13, 4· π. (κ)εκτήμεθα τὴν οὐσίαν, μεγάλην.., Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 165 (;)· πῦρ π. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 39· π. χρόνος Διόδ. 14. 13· πρβλ. παμπλήρης. ΙΙΙ. οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ὁλοκλήρως, παμπληθὲς ἀπέσχεν Δημ. 347, 8, πρβλ. Δίωνα Κ. 55. 20.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ παμπληθής -ές)
1. ο με όλο του το πλήθος, αθρόοςπαμπληθής συγκέντρωση»)
2. αυτός που αποτελείται από πάρα πολύ μεγάλο πλήθος, πολυπληθέστατος, απειροπληθής, αναρίθμητος («παμπληθῆ κεκτήμεθα τὴν οὐσίαν», Iσοκρ.)
αρχ.
1. (το ουδ. ως επίρρ.) παμπληθές
καθ' ολοκληρίαν, τελείως
2. (για χρόνο) μακρότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυ-πληθής].

Greek Monotonic

παμπληθής: -ές (πλῆθος),
I. αυτός που έρχεται από ή με ολόκληρο το πλήθος, σε Ξεν.
II. = πάμπολυς, πολυάριθμος, πολυπληθής, σε Πλάτ., Δημ.
III. ουδ. ως επίρρ., ολοκληρωτικά, εντελώς, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

παμπληθής:
1) всей массой, в полном составе, все до одного (παμπληθεῖς Ἀρκάδες Xen.);
2) чрезвычайно многочисленный (αἰσθήσεις Plat.; ἀργύριον Arst.): παμπληθεῖς Ἀργείων Isocr. великое множество аргивян;
3) Arst. v.l. = παμπλήρης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμπληθής -ές [πᾶς, πλῆθος] in grote hoeveelheid, talrijk. n. adv. παμπληθές geheel en al, helemaal.

Middle Liddell

παμ-πληθής, ές πλῆθος
I. of or with the whole multitude, Xen.
II. = πάμπολυς, very numerous. multitudinous, Plat., Dem.
III. neut. as adv. entirely, Dem.

English (Woodhouse)

very many, very numerous

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)