ψωμίζω

From LSJ
Revision as of 11:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψωμίζω Medium diacritics: ψωμίζω Low diacritics: ψωμίζω Capitals: ΨΩΜΙΖΩ
Transliteration A: psōmízō Transliteration B: psōmizō Transliteration C: psomizo Beta Code: ywmi/zw

English (LSJ)

fut. Att. A -ιῶ LXXNu.11.4:—feed by putting little bits into the mouth, as nurses do to children, Ar.Th.692, Lys.19, Hp.Morb. 4.54; or sick people, Id.Epid.7.3; ψ. τινά τι LXX l. c.:—Pass., ἐπίσταμαι γὰρ... οἷς ψωμίζεται with what tit-bits he is fed, Ar.Eq. 715. II give food by hand, σῖτον οὐδ' ἐάν τις ψωμίζῃ δύνανται καταπιεῖν Arist.HA592a30; bestow for food, ψ. πάντα τὰ ὑπάρχοντα 1 Ep.Cor.13.3. 2 bait, ἄγκιστρον PFay.2 iii 14 (Lyr.Adesp.).

German (Pape)

[Seite 1405] Einen füttern, indem man ihm die Bissen, die man gekau't hat, in den Mund steckt, Ar. Lys. 19 Th. 692; übh. füttern, mästen, τινά τινι, Equ. 715.

French (Bailly abrégé)

f. att. ψωμιῶ;
mettre les morceaux dans la bouche, acc..
Étymologie: ψωμός.

Greek (Liddell-Scott)

ψωμίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, κυρίως τρέφω ἐμβάλλων μικρὰ τεμάχια εἰς τὸ στόμα, ὡς αἱ τροφοὶ τρέφουσι τὰ βρέφη, τρέφω, Ἀριστοφ. Θεσμ. 692, Λυσ. 19· ἢ τοὺς νοσοῦντας, Ἱππ. 1208D· ψ. ψωμίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 8. 3. 1· ψ. τὰ ὑπάρχοντα Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ’, 3· - Παθ., ἐπίσταμαι γάρ.., οἷς ψωμίζεται, μὲ τί «ψίχουλα» τρέφεται, Ἀριστοφ. Ἱππ. 715.

English (Strong)

from the base of ψωμίον; to supply with bits, i.e. (generally) to nourish: (bestow to) feed.

English (Thayer)

1st aorist ἐψώμισά; (ψωμός, a bit, a morsel; see ψσομιον);
a. to feed by putting a bit or crumb (of food) into the mouth (of infants, the young of animals, etc.): τινα τίνι (Aristophanes, Aristotle, Plutarch, Geoponica, Artemidorus Daldianus, oneir. 5,62; Porphyry, Jamblichus).
b. universally, to feed, nourish (the Sept. for הֶאֱכִיל) (Winer's Grammar, § 2,1b.): τινα, Clement of Rome, 1 Corinthians 55,2 [ET]; with the accusative of the thing, to give a thing to feed someone, feed out to (Vulg. distribuo in cibos pauperun (A. V. bestow ... to feed the poor)): τινα τί, Winer's Grammar, § 32,4a. note.

Greek Monolingual

ΝΑ ψωμός
ταΐζω κάποιον
νεοελλ.
μέσ. ψωμίζομαι
εξοικονομώ τα αναγκαία για τη ζωή («ψωμίζεται κάνοντας δουλειές από 'δω και από 'κει»)
αρχ.
1. παρέχω σε κάποιον τροφή («ἐὰν οὖν πεινᾷ ὁ ἐχθρὸς σου, ψώμιζε αὐτόν», ΚΔ)
2. (σχετικά με αγκίστρι) εφοδιάζω με δόλωμα
3. μέσ. εξοικονομώ την τροφή μου.

Greek Monotonic

ψωμίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. τρέφω με ψίχουλα ή ταΐζω με μικρές μπουκιές, σε Αριστοφ. — Παθ., οἷςψωμίζεται, με τί ψίχουλα τρέφεται, στον ίδ.
II. ασχολούμαι με τη σίτητη άλλων,, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ψωμίζω:
1) кормить, преимущ. мелкими кусочками (παιδίον Arph.; τὰ βρεφη Plut.): ψωμίζεσθαί τινι Arph. питаться чем-л.; σῖτον ψ. Arst. кормить кусочками хлеба;
2) раздаривать, раздавать (πάντα τὰ ὑπάρχοντα NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψωμίζω [ψωμός] te eten geven, voeren.

Middle Liddell

ψωμίζω,
I. to feed with sops or tid-bits, Ar.:— Pass., οἷς ψωμίζεται with what tid-bits he is fed, Ar.
II. to employ in feeding others, τὰ ὑπάρχοντα NTest.

Chinese

原文音譯:ywm⋯zw 普所米索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:小片的 相當於: (אָכַל‎)
字義溯源:小量餵食,供養,分給人,喫,賙濟;源自(ψωμίον)=餅屑,小片),而 (ψωμίον)出自(ψώχω)=搓磨), (ψώχω)又出自(ψάλλω)*=彈琴,歌唱)。參讀 (βόσκω)同義字
出現次數:總共(2);羅(1);林前(1)
譯字彙編
1) 將⋯分給人(1) 林前13:3;
2) 喫(1) 羅12:20