σειραῖος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
α, ον, (σειρά) A joined by a cord or joined by a band, ἵππος σειραῖος = σειραφόρος, S.El.722; δυσὶ γὰρ ἵπποις . . τρίτος παρείπετο σ… ῥυτῆρσι συνεχόμενος D.H.7.73; νῶτα σειραίον (sc. ἵππου) cj. for σειρίου in E.Fr.779.8; σειραῖος ἱμάς = the attaching trace of the horse, Poll.1.148; cf. ὑποσειραῖος. 2 of cord, twisted, βρόχοι E.HF1009; μήρινθος Orph.A.241.
German (Pape)
[Seite 868] am Seile; gew. ἵππος σ., das Handpferd, das an der Leine zieht, Suid. ὁ ἔξω τοῦ ζυγοῦ, ὁ δεξιός; Soph. El. 712; übertr., das rechte von zwei Jochpferden, ὑπὸ σειραίοις ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα, Eur. Herc. Fur. 446, neben sich herführend; σειραῖος ἱμάς, der Riemen vom Handpferde, Poll. 1, 148; σειραίη μήρινθος, Orph. Arg. 241.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
attaché par des traits ou par une longe : ἵππος cheval de trait ou cheval de main.
Étymologie: σειρά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σειραῖος -α -ον [σειρά] met een touw verbonden:. σειραῖος ἵππος erbij gespannen paard Soph. El. 722; δεσμὰ σειραίων βρόχων een band van in elkaar gedraaide touwen Eur. HF 1009.
Russian (Dvoretsky)
σειραῖος:
1) пристяжной или подручный (ἵππος Soph.);
2) сделанный из крученой веревки, веревочный (βρόχοι Eur.).
II ὁ (sc. ἵππος) пристяжная или подручная лошадь Eur.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
1. δεμένος με σχοινί ή ιμάντα
2. (για ιμάντα) αυτός με τον οποίο δένεται το άλογο στην άμαξα
3. αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλεγμένο σχοινί («δεσμὰ σειραίων βρόχων ἀνήπτομεν πρὸς κίονα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αῖος)].
Greek Monotonic
σειραῖος: -α, -ον (σειρά),
1. δεμένος με σχοινί ή δεσμά, ἵππος σειραῖος = σειραφόρος, σε Σοφ.
2. λέγεται για σχοινί, συστραμμένος, στριφογυρισμένος, αυτός που έχει θηλειές, βρόχους, δεμένος με σχοινί, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
σειραῖος: -α, -ον, (σειρὰ) ὁ πρσοδεδεμένος διὰ σειρᾶς, σχοινίου ἢ δεσμοῦ, ἵππος σ. = σειραφόρος, Σοφ. Ἠλ. 722· δυσὶ γὰρ ἵπποις.. τρίτος παρείπετο σ.. ῥυτῆρσι συνεχόμενος Διον. Ἁλ. 7. 73· νῶτα σειραίου (δηλ. ἵππου) Εὐρ. Ἀποσπ. 779. 8· σ. ἱμάς, δι’ οὗ ὁ ἵππος προσδένεται εἰς τὴν ἅμαξαν, Πολυμ. Α΄, 148· πρβλ. ὑποσειραῖος. 2) ὁ ἐκ συνεστραμμένου ἢ συγκεκλωσμένου σχοινίου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1011· μήρινθος Ὀρφ. Ἀργ. 241.
Middle Liddell
σειραῖος, η, ον σειρά
1. joined by a cord or band, ἵππος ς. = σειραφόρος, Soph.
2. of cord, twisted, βρόχοι Eur.