συλλοχίζω

From LSJ
Revision as of 22:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλοχίζω Medium diacritics: συλλοχίζω Low diacritics: συλλοχίζω Capitals: ΣΥΛΛΟΧΙΖΩ
Transliteration A: syllochízō Transliteration B: syllochizō Transliteration C: syllochizo Beta Code: sulloxi/zw

English (LSJ)

A embody or incorporate soldiers, εἰς ἓν τάγμα Plu.Galb. 15 (cj. for -ήσας) ; εἰς ἑκατοστύας Id.Rom.8, cf. App.BC5.3; κατὰ φῦλα Plu.2.761b; cf. συλλοχάω. II arrange λόχοι in order (cf.sq.), Ael.Tact.3.2,4, Arr.Tact.5.2.

German (Pape)

[Seite 976] mit Andern in λόχους vertheilen, δύναμις συλλελοχισμένη εἰς ἑκατοστύας, Plut. Rom. 8.

French (Bailly abrégé)

1 réunir par compagnies en un groupe;
2 distribuer ou répartir par compagnies.
Étymologie: σύν, λόχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλλοχίζω [σύν, λόχος] onderbrengen in (legerafdelingen), met εἰς + acc.

Russian (Dvoretsky)

συλλοχίζω: (о солдатах или войсковых подразделениях)
1) сводить, соединять (εἰς ἓν τάγμα Plut.);
2) разбивать, распределять (τὴν δύναμιν εἰς ἑκατοστύας Plut.);
3) выстраивать (τοὺς Ἀχαιοὺς κατὰ φῦλα Plut.).

Greek Monolingual

Α
1. συνενώνω σε μία στρατιωτική μονάδα («οὕς εἰς ἕν τάγμα ὁ Νέρων συλλοχίσας», Πλούτ.)
2. διαμοιράζω στρατιωτική δύναμη σε μικρότερες μονάδες («δύναμις συλλελοχισμένη εἰς ἐκατοστύας», Πλούτ.)
3. παρατάσσω στρατιώτες συντεταγμένους σε λόχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + λοχίζω (< λόχος)].

Greek Monotonic

συλλοχίζω: μέλ. -σω, ενώνω τους στρατιώτες σε σώματα, τους συνενώνω σε στρατιωτικές μονάδες, λόχους, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συλλοχίζω: συγχωνεύω εἰς λόχους, συνενώνω, εἰς ἓν τάγμα Πλουτ. Γάλβ. 15· εἰς ἑκατοστύας ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 8, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 3· κατὰ φῦλα Πλούτ. 2. 761Β· ― ἴδε συλλοχάω.

Middle Liddell

fut. σω
to incorporate soldiers, Plut.