σκαλεύω
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
= σκάλλω, stir, poke, ἄνθρακας Ar. Pax440; πῦρ μαχαίρᾳ μὴ σκαλεύειν, i.e. do not decide domestic business by violence, do not stir the fire with a sword, poke not the fire with a sword, don't provoke an angry man, do not add fuel to the fire, do not add fuel to the flames, do not drive the knife deeper, do not fan the flame, do not fan the flames, do not pour gasoline on the fire, do not rub salt in a wound, do not rub salt in someone's wounds, do not rub salt in the wound, do not stoke the fire, do not stoke up the fire, do not throw coal into the fire, do not throw oil on the flames, don't poke the bear, Pythag. prov. in Arist.Fr.197, cf. Plu.Num.14, Luc.VH2.28, †L. 8.17; σκᾰλεύω τὰ ὦτα, τὸ οὖς, Arist.Pr.960b35, 961a37: abs., of pou†y, scratch, Plu.2.516d: prov., αἰγὸς τρόπον μάχαιραν ἐσκάλευσά <μοι>, i. e. I have unearthed the weapon for my own destruction, Com.Adesp.47 D.
German (Pape)
[Seite 888] = σκάλλω, behacken; ἄνθρακας, scharren, schüren, Ar. Pax 432, vom Schol. ζωπυρεῖν erkl.; πῦρ μαχαίρᾳ, Luc. V. H. 2, 28; vgl. Plut. ed. lib. 17.
French (Bailly abrégé)
fouir, fouiller ; σκ. πῦρ PLUT tisonner, attiser du charbon ou du feu.
Étymologie: σκαλεύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαλεύω [σκάλλω] opporren, oprakelen (van vuur); overdr.. μαχαίρᾳ πῦρ... σκαλεύειν vuur met een mes oprakelen (= olie op het vuur gooien) Plut. Num. 14.6.
Russian (Dvoretsky)
σκᾰλεύω:
1) разгребать (ἄνθρακας Arph.): μαχαίρᾳ или σιδήρῳ πῦρ μὴ σ. погов. Pythagoras ap. Arst., Plut. не разгребать огня мечом, т. е. не подливать масла в огонь;
2) ковырять (τὰ ὦτα Arst.);
3) скрести (ὄρνις σκαλεύει Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰλεύω: σκάλλω, ἀνακινῶ, ὑποδαυλίζω, ἄνθρακας Ἀριστοφ. Εἰρ. 440, πρβλ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 28· πῦρ μαχαίρᾳ μὴ σκ., δηλ. μὴ ἐρέθιζε ἄνθρωπον ὠργισμένον. Πυθαγ. παροιμ. ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 192, πρβλ. Διογ. Λ. 8. 17, Πλουτ. Νουμ. 14· σκ. τὰ ὦτα, τὸ οὖς Ἀριστ. Προβλ. 32. 6 καὶ 13· - ἀπολ., ἐπὶ ὀρνίθων, «σκαλίζω», Πλούτ. 2, 516D. -Καθ’ Ἡσύχ.: «κινεῖ, ἀναστρέφει, ὀρύσσει».
Greek Monolingual
ΝΜΑ
ανακινώ κάτι χρησιμοποιώντας εργαλείο ή με τα χέρια μου, ξύνω, σκαλίζω («σκαλεύειν τὰ ὦτα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. επιδιώκω να εξιχνιάσω κάτι
αρχ.
1. ανασκαλεύω τη φωτιά («σκαλεύοντ' ἄνθρακας», Αριστοφ.)
2. (ιδίως για όρνιθες) ανασκάπτω ελαφρώς
3. παροιμ. φρ. α) «πῡρ μαχαίρα μὴ σκαλεύειν» — μην ερεθίζεις άνθρωπο που είναι ήδη οργισμένος, κν. μην ρίχνεις λάδι στη φωτιά (Αριστοτ.)
β) «αἰγὸς τρόπον μάχαιραν ἐσκάλευσά [μοι]» — έσυρα το όπλο με το οποίο θα θανατωθώ (Κωμ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλ- του σκάλλω + ρηματ. κατάλ. -εύω].
Greek Monotonic
σκᾰλεύω: παρακ. ἐσκάλευκα, = σκάλλω, ανακινώ υποκινώ, υποδαυλίζω, αναδεύω, ανασκαλεύω, αναμοχλεύω, σκαλίζω· ἄνθρακας, σε Αριστοφ., Λουκ.