χρηστεύομαι
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
to be kind or merciful, 1 Ep.Cor.13.4.
German (Pape)
[Seite 1375] sich wie ein χρηστός betragen, sich gut, gütig, milde erzeigen, liebreich sein, N. T.
French (Bailly abrégé)
se conduire en homme de bien NT.
Étymologie: χρηστός.
Russian (Dvoretsky)
χρηστεύομαι: быть добрым, добросердечным NT.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστεύομαι: ἀποθ., = χρηστός εἰμι, δηλ. εἶμαι χρηστός, ἀγαθός, ἢ ἐλεήμων, χρηστεύεται ἡ ἀγάπη Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ΄, 4· ὡς χρηστεύεσθε οὕτω χρηστευθήσεται ἡμῖν Κλήμ. Ἀλ. Ι, 1032.
English (Strong)
middle voice from χρηστός; to show oneself useful, i.e. act benevolently: be kind.
English (Thayer)
(χρηστός, which see); to show oneself mild, to be kind, use kindness: Eusebius, h. e. 5,1, 46; τίνι, toward one, Clement of Rome, 1 Corinthians 13,2 [ET]; 14,3 [ET].)
Greek Monolingual
Α χρηστός
(αποθ.) είμαι χρηστός.
Greek Monotonic
χρηστεύομαι: αποθ., είμαι αγαθός και χρηστός, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
χρηστεύομαι,
Dep. to be good and kind, NTest.
Chinese
原文音譯:crhsteàomai 赫雷士跳哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:用
字義溯源:表現自己的用處,有恩慈,表現和善;源自(χρηστός)=合用的),而 (χρηστός)出自(χράομαι)*=對待,供應)
同源字:1) (εὔχρηστος)可用的 2) (χράομαι)供應 3) (χρηστεύομαι)表現自己的用處 4) (χρηστολογία)似有用的話 5) (χρηστός)合用的 6) (χρηστότης)恩慈
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 有恩慈(1) 林前13:4