ἀνταγορεύω
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
A speak against, reply, ἀντᾱγόρευσεν Pi.P.4.156. II gainsay, contradict, τοῖς ἄρχουσιν Ar.Ra.1072.
Spanish (DGE)
(ἀντᾰγορεύω) 1 responder, replicar ἀνταγόρευσε καὶ Πελίας Pi.P.4.156.
2 llevar la contraria, contradecir τοῖς ἄρχουσιν Ar.Ra.1072.
German (Pape)
[Seite 243] dagegen sprechen, antworten, Pind. P. 4, 156; widersprechen, Ar. Ran. 1070.
French (Bailly abrégé)
1 parler contre, contredire, τινι;
2 répondre.
Étymologie: ἀντί, ἀγορεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντᾰγορεύω: (Pind. ᾱγ)
1) говорить в ответ, отвечать Pind.;
2) противоречить, прекословить (τινί Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντᾰγορεύω: ἀγορεύω ἐναντίον τινός, ἀποκρίνομαι, ἀντᾰγόρευσεν Πινδ. Π. 4. 278. ΙΙ. ἀντιλέγω, ἀνταγορεύειν τοῖς ἄρχουσι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1072.
English (Slater)
ἀνταγορεύω reply ἀκᾷ δ' ἀντᾶγόρευσεν καὶ Πελίας (P. 4.156)
Greek Monolingual
(Α ἀνταγορεύω)
1. αγορεύω εναντίον κάποιου, αποκρίνομαι στην απολογία εναγόμενου
2. αντικρούω, αντιλέγω.
Greek Monotonic
ἀντᾰγορεύω: μέλ. -σω, μιλώ ενάντια σε, απαντώ, αποκρίνομαι, σε Πίνδ.· αντιπαρατίθεμαι, τινί, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
to speak against, reply, Pind.:— to gainsay, contradict, τινί Ar.