μισθοδότης
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
English (LSJ)
ου, ὁ, paymaster, Pl.R.463b, X.An.1.3.9, Aeschin.3.218, Plb.6.21.5, etc.
German (Pape)
[Seite 190] ὁ, der Lohngebende, Lohnherr; Plat. Rep. V, 463 b Xen. An. 1, 3, 9 u. Folgde; Pol. 2, 44, 3 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui donne un salaire, une solde.
Étymologie: μισθός, δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
μισθοδότης: ου ὁ выплачивающий жалованье, работодатель, наниматель Xen., Plat., Aeschin., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μισθοδότης: -ου, ὁ, ὁ πληρώνων μισθούς, ὁ πληρωτὴς τῶν μισθῶν, Πλάτ. Πολ. 463Β, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 9, Αἰσχίν. 85. 10, κτλ.
Greek Monolingual
ο (Α μισθοδότης)
αυτός που δίνει μισθό σε άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης.
Greek Monotonic
μισθοδότης: -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει μισθούς, που του έχει ανατεθεί η πληρωμή των μισθών, σε Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
μισθο-δότης, ου, ὁ,
one who pays wages, a paymaster, Plat., Xen.
Mantoulidis Etymological
(=ὁ πληρωτής τῶν μισθῶν). Ἀπό τό μισθός + δίδωμι.
Παράγωγα: μισθοδοσία, μισθοδοτῶ.