μηλωτή
English (LSJ)
ἡ, (μῆλον A) A sheepskin, any rough woolly skin, Philem.25, PTeb.38.22 (ii B.C.), LXX 3 Ki.19.13, Ep.Hebr.11.37, OGI629.32 (ii A.D.), A.D.Synt.191.9, Sch.Ar.V.670. II (μήλη) = μηλωτίς (probe), Erot.s.v. κάτοπτρον.
German (Pape)
[Seite 173] ἡ, Schaaffell, wie Schol. Ar. Vesp. 670 ἀργέλοφοι erkl. τῆς μηλωτῆς οἱ πόδες; Schaafpelz, Philem. bei Poll. 10, 176; auch ζώνη ἐκ δέρματος, Suid.
Russian (Dvoretsky)
μηλωτή: ἡ овечья или козья шкура NT.
Greek (Liddell-Scott)
μηλωτή: ἡ, (μῆλον) δέρμα προβάτου, πᾶσα δορὰ ἀκατέργαστος καὶ μαλλοφόρος, στρῶμα μηλωτήν τ’ ἔχει Φιλήμων ἐν «Εὐρίπῳ» 1, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 672· - ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ τῶν μοναχῶν, «τὴν μηλωτὴν ἔχουσιν οἱ πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐαγρίου. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μηλωτή· διφθέρα»· - οὕτω καὶ μηλωτάριον, τό, Ἰω. Μόσχος 2856Α, κλ., ἰδὲ Δουκάγγ.
English (Strong)
from melon (a sheep); a sheep-skin: sheepskin.
English (Thayer)
μηλωτης, ἡ (from μῆλον sheep, also a goat; as καμηλωτη (`camlet') from κάμηλος (cf. Lob. Paralip., p. 332)), a sheepskin: Clement of Rome, 1 Corinthians 17,1 [ET]. For אַדֶּרֶת an outer robe, mantle, the Sept. in שֵׂעָר אַדֶּרֶת, a mantle of hair, Sept. δέρρις τριχινη). In the Byzantine writings (Apoll. Dysk. 191,9) μηλοτη denotes a monk's garment.
Greek Monolingual
(I)
η (ΑΜ μηλωτή)
δέρμα προβάτου, προβειά ή κάθε ακατέργαστο και τριχωτό δέρμα ζώου
νεοελλ.-μσν.
είδος επενδύτη ή κάλυμμα τών ώμων που έχει κατασκευαστεί από τριχωτό δέρμα, ιδίως προβάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο», πιθ. από αμάρτυρο ρ. μηλόω (πρβλ. κηρωτή, πλακωτή)].
(II)
μηλωτή, ἡ (Α) μηλώ
μήλη, καθετήρας.
Chinese
原文音譯:mhlwt» 姆羅帖
詞類次數:名詞(1)
原文字根:羊皮
字義溯源:羊皮,綿羊皮;源自(μηλωτή)X*=羊)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 綿羊皮(1) 來11:37
Mantoulidis Etymological
(=δέρμα προβάτου), ἀπό τό μῆλον (=πρόβατο).
French (New Testament)
ῆς (ἡ) 1 peau de brebis
2 sonde de chirurgien
μῆλον 2]