συσπαράσσω

From LSJ
Revision as of 08:45, 20 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "down" to "down")

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσπᾰράσσω Medium diacritics: συσπαράσσω Low diacritics: συσπαράσσω Capitals: ΣΥΣΠΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: sysparássō Transliteration B: sysparassō Transliteration C: sysparasso Beta Code: suspara/ssw

English (LSJ)

Att. συσπαράττω, tear in pieces, Ev.Luc.9.42, Max.Tyr. 13.5.

German (Pape)

[Seite 1042] att. -ττω, mit, zugleich zerzausen, Sp.

French (Bailly abrégé)

mettre en pièces en même temps ; tourmenter en même temps.
Étymologie: σύν, σπαράσσω.

Russian (Dvoretsky)

συσπαράσσω: растерзывать (ῥῆξαι καὶ συσπαράξαι τινά NT).

Greek (Liddell-Scott)

συσπᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, διασπαράττω, ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 42, Μάξ. Τύρ. 13, 5.

English (Strong)

from σύν and σπαράσσω; to rend completely, i.e. (by analogy) to convulse violently: throw down.

English (Thayer)

1st aorist συνεσπάραξα; to convulse completely (see ῤήγνυμι, c.): τινα, L T Tr marginal reading WH; Max. Tyr. diss. 13,5.)

Greek Monolingual

και αττ. τ. συσπαράττω Α
σχίζω σε κομμάτια («ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν», ΚΔ).

Greek Monotonic

συσπᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, κατακομματιάζω, κατακόβω, καταξεσχίζω, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to tear in pieces, NTest.

Chinese

原文音譯:suspar£ssw 需-士爬拉所
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-抽痙
字義溯源:徹底的扯破,重重抽瘋,抽瘋,全身發作;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(σπαράσσω)=撕裂)組成,而 (σπαράσσω)出自(σπάω)*=抽,拉)。參讀 (διαρήγνυμι / διαρήσσω / διαρρήγνυμι)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 抽瘋(1) 路9:42

French (New Testament)

agiter avec violence