καταπειράζω
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
fut. A -πειράσω Lys.30.34:— make an attempt on, τήν τινος ψῆφον Lys. l. c.; τοὺς τόπους LXX 2 Ma. 13.18; τοὺς στρατηγούς Inscr.Prien.111.135 (i B. C.). 2 c. gen., make trial of, τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως, Plb.4.11.6, 4.13.5, cf.PAmh.2.134.3 (ii A. D.):—also in Med., Herod.Med. ap. Orib.10.40.5.
German (Pape)
[Seite 1368] versuchen, auf die Probe stellen; τὴν ὑμετέραν ψῆφον καταπειράσοντες εἰσεληλύθαμεν εἰς τὸ δικαστήριον Lys. 30, 34; gew. c. gen., τῶν πολεμίων Pol. 4, 11, 6, τῆς πόλεως ib. 13, 5, vom Angriff, die Eroberung versuchen; pass., Pol. 2, 65, 3, wie καταπειραθεὶς ὑπ' ἀῤῥωστίας (von καταπειράω), geschwächt, D. Sic. 17, 107.
French (Bailly abrégé)
faire une tentative sur, chercher (à obtenir, à connaître, etc.) acc..
Étymologie: κατά, πειράζω.
Russian (Dvoretsky)
καταπειράζω:
1 испытывать, подвергать испытанию, тж. пытаться разузнать (τὴν ψῆφόν τινος Lys.);
2 делать попытку нападения или захвата, «прощупывать» (τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
καταπειράζω: κάμνω ἀπόπειραν, δοκιμάζω, προσπαθῶ νὰ ἀποκτήσω, τὴν ψῆφόν τινος Λυσ. 186, 29· τοὺς τόπους Ἑβδ. (Β' Μακκ. ΙΓ', 18). 2) μετὰ γεν., δοκιμάζω τι νὰ προσβάλω, νὰ κατακτήσω τι, τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως, Πολύβ. 4. 11, 6., 13, 5. καὶ τὸ παθητ., ἐξ ἐφόδου καταπειράζεσθαι ὁ αὐτ. 2. 65, 13.
Greek Monolingual
καταπειράζω (Α)
(επιτ. τ. του πειράζω)
1. καταβάλλω προσπάθεια, επιχειρώ δοκιμαστικά, δοκιμάζω επίμονα, προσπαθώ να αποκτήσω («τὴν ὑμετέραν ψῆφον καταπειράσοντες», Λυσ.)
2. δοκιμάζω να προσβάλω, να κατακτήσω κάτι («καὶ καταπειράζειν τῶν πολεμίων», Πολύβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πειράζω «προσπαθώ»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πειράζω op de proef stellen.