προκατασκευή

From LSJ
Revision as of 19:00, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκατασκευή Medium diacritics: προκατασκευή Low diacritics: προκατασκευή Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Transliteration A: prokataskeuḗ Transliteration B: prokataskeuē Transliteration C: prokataskevi Beta Code: prokataskeuh/

English (LSJ)

ἡ, A preparatory training, περὶ τοὺς ῥυθμούς Plb.9.20.7; preparation, στρατηγήματος v.l. in J.BJ2.21.3. 2 preface, introduction, Plb.1.3.10, 1.13.7, etc. 3 Rhet., preliminary expose of the main points in an argument, Hermog.Inv.3.1, al.

German (Pape)

[Seite 729] ἡ, Vorbereitung, Pol. 1, 13, 7 u. oft; u. bes. Rhett., wie Hermog. de invent. 3, 2, προεκτίθεσθαι τὰ κεφάλαια.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 préparatif;
2 t. de rhét. exposition d'un sujet, préambule.
Étymologie: προκατασκευάζω.

Russian (Dvoretsky)

προκατασκευή:
1 приготовление, подготовка (περί τινος Polyb.);
2 введение, вступление: ἡ π. τῶν μελλουσῶν ὑφ᾽ ἡμῶν ἱστορεῖσθαι πράξεων Polyb. введение в задуманную нами историю последующих событий.

Greek (Liddell-Scott)

προκατασκευή: ἡ, προτέρα ἑτοιμασία, Πολύβ. 9. 20, 7, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21, 3· ― πρόλογος, εἰσαγωγή, Πολύβ. 1. 3, 10., 1. 13, 7, κτλ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
οικοδομική τεχνική που συνίσταται στην εκτέλεση κατασκευών, κυρίως κτηρίων και γεφυρών, από μέλη-στοιχεία προκατασκευασμένα αλλού ή και στον χώρο του εργοταξίου, όπως είναι λ.χ. τα δάπεδα, οι εξωτερικοί και εσωτερικοί τοίχοι μαζί με τα κουφώματα τών παραθύρων και τις θύρες, τα ζευκτά οροφής, τα κλιμακοστάσια κ.ά., τα οποία στη συνέχεια μεταφέρονται και συναρμολογούνται στον χώρο ανέγερσης ως ενιαίο σύνολο, διαδικασία που όταν πρόκειται για μικρές μονάδες, λ.χ. μικρά εξοχικά σπίτια, μπορεί να γίνει εξ υπαρχής και να ακολουθήσει η μεταφορά
αρχ.
1. προπαρασκευαστική άσκηση, προγύμνασηπροκατασκευή περὶ τοὺς ῥυθμούς», Πολ.)
2. προπαρασκευή, προετοιμασία, κατάστρωσηπροκατασκευή στρατηγήματος», Ιωσ.)
3. πρόλογος, προοίμιο, εισαγωγή
4. (ρητ.) προοιμιακή έκθεση τών σημείων για τα οποία θα μιλήσει ο ρήτορας.

Greek Monotonic

προκατασκευή: ἡ, προετοιμασία, πρόλογος, εισαγωγή, σε Πολύβ.

Middle Liddell

προ-κατασκευή, ἡ,
previous preparation, a preface, introduction, Polyb.