ἐπιψεύδομαι
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
A lie still more, X.Hier.2.16. II attribute falsely, τι θεοῖσιν A.R.3.381, cf.Ph.2.319, Plu.Mar.16, Luc.Tox.42. III falsify a number, Plu.Flam.9; ὄνομα call by a wrong name, Ph.2.398; feign, συμφοράν J.AJ18.6.8. IV deceive, τινα Herod.6.46.
German (Pape)
[Seite 1006] dazu, dabei lügen, Xen. Hier. 2, 16; τί, Plut. Flamin. 9 u. a. Sp.; τινί τι, Einem Etwas andichten, Luc. Tox. 42; Ap. Rh. 3, 381.
French (Bailly abrégé)
1 mentir encore plus;
2 falsifier un nombre;
3 attribuer faussement : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: ἐπί, ψεύδω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιψεύδομαι:
1 привирать, приукрашивать ложью, преувеличивать Xen. (πολλά Plut.);
2 ложно приписывать (τί τινι Luc.);
3 искажать, фальсифицировать (τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀποθανόντων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιψεύδομαι: Ἀποθ., ψεύδομαι ἐπί τινι, Ξεν. Ἰέρων 2, 16, Λουκ. π. Εἰκ. 20. ΙΙ. ἀποδίδω ψεῦδος εἴς τινα, τί τινι ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 42. ΙΙΙ. παραμορφώνω, τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀποθανόντων ἐπιψευσάμενος Πλουτ. Φλαμιν. 9.
Greek Monolingual
ἐπιψεύδομαι (Α)
1. λέω κι άλλα ψέματα
(«χαλεπὸν δὲ εὑρεῖν ὅπου οὐχὶ καὶ ἐπιψεύδονται», Ξεν.)
2. παραμορφώνω, διαστρεβλώνω («καὶ τὸν ἀριθμόν τῶν ἀποθανόντων ἐπιψευσάμενος», Πλούτ.)
3. πλάθω, επινοώ κάτι
4. εξαπατώ κάποιον
5. φρ. «ἐπιψεύδομαι τί τινι» αποδίδω κάτι ψεύτικα σε κάποιον.
Greek Monotonic
ἐπιψεύδομαι:I. αποθ., εξακολουθώ να ψεύδομαι, ψεύδομαι επιπλέον ή ασύστολα, σε Ξεν.
II. αποδίδω κάτι ανακριβές σε, τί τινι, σε Λουκ.
III. παραποιώ, νοθεύω έναν αριθμό, σε Πλούτ.
Middle Liddell
Dep.
I. to lie still more, Xen.
II. to attribute falsehood to, τί τινι Luc.
III. to falsify a number, Plut.