κλάσις

From LSJ
Revision as of 13:48, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλάσις Medium diacritics: κλάσις Low diacritics: κλάσις Capitals: ΚΛΑΣΙΣ
Transliteration A: klásis Transliteration B: klasis Transliteration C: klasis Beta Code: kla/sis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ, (κλάω A) A breaking, fracture, Pl.Ti.43e; ἡ κ. τῶν ἀμπέλων breaking off the shoots and tendrils of vines, Thphr.CP2.14.4 (pl.), cf. 3.7.5, al.; ἡ κ. τοῦ ἄρτου Ev.Luc.24.35. 2 bending of the knee joint, Arist.Pr.882b33; κ. ὄψεων refraction, Alex.Aphr. in Mete. 143.9; τὸ σαμεῖον περὶ ὃ ἁ κ. Archyt. ap. Simp. in Ph.785.25. b κλάσιν λαβεῖν to be deflected, Plot.6.9.8; ὅταν κλάσιν ποιῇ καὶ γωνίαν, of a bandage. Erot.s.v. σκέπαρνος; of the labyrinth of the ear, Gal.UP 8.6. II modulation of the voice, Ph.1.276, 2.266.

German (Pape)

[Seite 1446] ἡ, das Zerbrechen, der Bruch; Plat. Tim. 43 d; LXX u. a. Sp.; ἀμπέλων, das Abbrechen der Blätter u. Ranken des Weinstocks, Theophr. – Auch von der Stimme, Philo.

French (Bailly abrégé)

1εως (ἡ) :
1 action de briser, de rompre ; fig. φωνῆς modulation de la voix;
2 action de tailler les bourgeons, les branches.
Étymologie: κλάω.
2εως (ἡ) :
= lat. classis.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλάσις -εως, ἡ [κλάω] het breken.

Russian (Dvoretsky)

κλάσις: εως (ᾰ) ἡ
1 перелом, разбивание (τῶν κύκλων Plat.);
2 сгибание (τῶν γονάτων Arst.);
3 преломление (τοῦ ἄρτου NT).

English (Strong)

from κλάω; fracture (the act): breaking.

English (Thayer)

κλάσεως, ἡ (κλάω, which see), a breaking: τοῦ ἄρτου, Plato, Theophrastus, others.)

Greek Monotonic

κλάσις: [ᾰ], -εως, ἡ (κλάω), θραύση, τσάκισμα, σπάσιμο, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

κλάσις: ᾰ, εως, ἡ, (κλάω) θραῦσις, «τσάκισμα», «σπάσιμον», Πλάτ. Τίμ. 43D, Ἀριστ. Προβλ. 5. 19, 2· ἡ κλάσις τῶν ἀμπέλων, ἡ ἀποκοπὴ τῶν φύλλων αὐτῶν, Λατ. pampinatio, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 14, 4, κ. ἀλλ. · ἡ κλάσις τοῦ ἄρτου Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ΄, 23· πρβλ. κλαστήριον. 2) κλάσμα, τεμάχιον, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Λ΄, 12, πρβλ. Β΄ ΙΑ΄, 21). ΙΙ. παρὰ Φίλωνι, ἡ τροποποίησις, ποικίλη στροφή, λύγισμα τῆς φωνῆς, 1. 276., 2. 266.

Middle Liddell

κλᾰ́σις, εως κλάω
a breaking, NTest.

Chinese

原文音譯:kl£sij 克拉西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:破碎(著)
字義溯源:破裂,擘,彎曲;源自(κλάω)*=破碎)
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 擘(2) 路24:35; 徒2:42

Mantoulidis Etymological

(=σπάσιμο). Ἀπό το κλάω (=σπάζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

French (New Testament)

fraction (du pain)